Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρατάρχης

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτάρχης Medium diacritics: στρατάρχης Low diacritics: στρατάρχης Capitals: ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: stratárchēs Transliteration B: stratarchēs Transliteration C: stratarchis Beta Code: strata/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, general of an army,= στρατηγός, A.Fr.182 (but f.l.), Hdt.3.157, 8.44, Ph.2.533; gen. στρατά[ρχου] restd. in OGI519.16 (Asia Minor, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, der Anführer eines Kriegsheeres; Aesch. frg. 168, Her. 3, 157. 8, 45; Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'armée.
Étymologie: στρατός, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατάρχης -ου, ὁ, of στράταρχος -ου [στρατός, ἄρχω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτάρχης: ου ὁ военачальник, полководец Her., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων τοῦ στρατοῦ, = στρατηγός, Ἡρόδ. 3. 157., 8. 44, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και στρατάρχης Α
αρχηγός στρατού, αρχιστράτηγος
νεοελλ.
(σε ορισμένα κράτη) στρ. ανώτατος αρχηγός ενόπλων δυνάμεων ή ομάδα στρατιών, βαθμός που προβλέπεται μόνον σε χώρες με πολυπληθή ενεργό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + -άρχης (< ἄρχω)].

Greek Monotonic

στρᾰτάρχης: -ου, ὁ, αξίωμα στρατηγού, στρατιωτικός ηγέτης, αρχηγός στρατεύματος, αρχιστράτηγος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

στρᾰτ-άρχης, ου, ὁ,
the general of an army, Hdt.