γλυκυθυμία

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκυθῡμία Medium diacritics: γλυκυθυμία Low diacritics: γλυκυθυμία Capitals: ΓΛΥΚΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: glykythymía Transliteration B: glykythymia Transliteration C: glykythymia Beta Code: glukuqumi/a

English (LSJ)

ἡ, A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d. II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.). III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκυθυμία -ας, ἡ γλυκύθυμος
1. zachtaardigheid.
2. aanhankelijkheid.

Russian (Dvoretsky)

γλυκυθῡμία:
1 добродушие, кротость, мягкость, ласковость, благожелательность Plut.;
2 податливость; несдержанность, невоздержанность (πρὸς τὰς ἡδονάς Plat.).

Greek Monolingual

η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.

Greek Monotonic

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότηςπροθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις …, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.

Middle Liddell


sweetness of mind: benevolence, Plut.

German (Pape)

[ῡ], ἡ,
1 behagliche, heitere Gemütsstimmung, Plut. Sol. an. 14; Synes.; gew. im tadelnden Sinne, πρὸς τὰς ἡδονάς, behagliches sich Hingeben an die Sinnenlust, Plat. Legg. I.635d; vgl. Plut. tranqu. anim. 18 γλ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἥδιστον ἀναχωροῦσα; ἐγκράτεια τῆς γλυκυθυμίας Stob.
2 Gutmütigkeit, Wohlwollen, Plut. Them. 10.