γλυκυθυμία
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ, A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d. II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.). III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
•voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
•placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
•afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκυθυμία -ας, ἡ γλυκύθυμος
1. zachtaardigheid.
2. aanhankelijkheid.
Russian (Dvoretsky)
γλυκυθῡμία: ἡ
1 добродушие, кротость, мягкость, ласковость, благожелательность Plut.;
2 податливость; несдержанность, невоздержанность (πρὸς τὰς ἡδονάς Plat.).
Greek Monolingual
η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.
Greek Monotonic
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότης ἢ προθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις …, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.
Middle Liddell
sweetness of mind: benevolence, Plut.
German (Pape)
[ῡ], ἡ,
1 behagliche, heitere Gemütsstimmung, Plut. Sol. an. 14; Synes.; gew. im tadelnden Sinne, πρὸς τὰς ἡδονάς, behagliches sich Hingeben an die Sinnenlust, Plat. Legg. I.635d; vgl. Plut. tranqu. anim. 18 γλ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἥδιστον ἀναχωροῦσα; ἐγκράτεια τῆς γλυκυθυμίας Stob.
2 Gutmütigkeit, Wohlwollen, Plut. Them. 10.