συνεργάτης
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς . . σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp.417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ἄγρας Id.Ba.1146; fem., συνεργάτις φόνου Id.El.100.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. συνεργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger.
German (Pape)
ὁ, der Mitarbeiter, Helfer, τινί; Soph. Phil. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. Bacch. 1144.
Russian (Dvoretsky)
συνεργάτης: ου (ᾰ) ὁ сотрудник, тж. соучастник помощник (πεμφθεὶς ξ. τινί Soph.): ὁ σκότος ὁ σ. Eur. тьма, служащая покровом; ὁ ξ. τινός Eur. помощник в чем-л.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α συνεργάζομαι
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.
Greek Monotonic
συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, βοηθός, αρωγός, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., συμμέτοχος, συμπράττων, βοηθός, συνεργός σε κάτι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ συνεργαζόμενος, συμβοηθός, πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· οὕτως ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100.
Middle Liddell
συν-εργᾰ́της, ου, ὁ,
a fellow-workman, helpmate, coadjutor, Soph., Eur.; c. gen. an accomplice or assistant in a thing, Eur.