σποδέω

From LSJ
Revision as of 16:58, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδέω Medium diacritics: σποδέω Low diacritics: σποδέω Capitals: ΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: spodéō Transliteration B: spodeō Transliteration C: spodeo Beta Code: spode/w

English (LSJ)

A pound, smite, crush, τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν Cratin.187, cf. Ar.Nu.1376, Ra.662, Av.1016; σ. τοῖς κονδύλοις Id.Lys.366, cf. ἀπο-, κατα-σποδέω:—Pass., νιφάδι . . σποδούμενος pelted by the storm, E.Andr.1129; σ. πρὸς πέτρας dashed against the rocks, Id.Hipp.1238: abs., στρατὸς κακῶς σ. handled roughly, in sorry plight, A.Ag.670. II= βινέω, Ar.Ec.942, 1016:—Pass., of the woman, ib. 908, Th.492; of boys, Id.Ec.113. III eat greedily, devour, Id.Pax 1306; ὀβελίαν Pherecr.55; cf. παίω III. (There is no indication of any connection of this Verb with σποδός, except perhaps in Cratin. l.c.)

German (Pape)

[Seite 923] eigtl. die Asche od. den Staub abkehren, abstäuben, abklopfen, übh. abtreiben, wegnehmen u. dgl.; Aesch. sagt στρατοῦ καμόντος καὶ κακῶς σποδουμένου, das übel zugerichtete, aufgeriebene Heer, Ag. 656; σποδο ύμενος κάρη πρὸς πέτρας, mit dem Kopfe gegen die Felsen geschlagen, Eur. Hipp. 1238; Ar. vrbdt κἄπειτ' ἔφλα με κἀσπόδει κἄπνιγε, Nubb. 1376; ὁμοθυμαδὸν σποδεῖν ἅπαντας τοὺς ἀλαζόνας δοκεῖ, Av. 1016, Schol. συντρίβειν; Lys. 336 Ran. 661 u. öfter; auch pass., νεανίσκοι ὅσοι πλεῖστα σποδοῦνται, Eccl. 113, Schol. κινοῦνται; auch im obscönen Sinne = βινέω, Eccl. 908, vgl. Thesm. 492 u. Luc. catapl. 12. – Cratin. bei Ath. XI, 494 c sagt συντρίψω γὰρ αὐτοῦ τοὺς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire en cendres ou en poussière, d'où
1 briser, détruire ; en parl. de pers. au Pass. être broyé;
2 broyer en parl. des aliments.
Étymologie: σποδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδέω [σποδός] verpletteren, verpulveren, toetakelen, stukbeuken:; σ. ἅπαντας τοὺς ἀλαζόνας alle blaaskaken verpulveren Aristoph. Av. 1016; τὰς λαγόνας σπόδει geef zijn flanken ervan langs Aristoph. Ran. 662; seks. stukbeuken, platneuken. van voedsel verslinden.

Russian (Dvoretsky)

σποδέω:
1 досл. обращать в прах, разбивать, сокрушать, перен. избивать (τινα, τὰς λαγόνας, τοῖς κονδύλοις Arph.): πυκνῇ νιφάδι σποδούμενος Eur. забрасываемый каменным ливнем; σποδούμενος κάρη πρὸς πέτρας Eur. колотясь головой о скалы; στρατὸς κακῶς σποδούμενος Aesch. вдребезги разбитая армия;
2 перемалывать зубами, жадно пожирать Arph.;
3 Arph. = βινέω.

English (Slater)

σποδέω pound χεράδει σποδέων fr. 327.

Greek Monotonic

σποδέω: μέλ. -ήσω, τρίβω, κοπανίζω, μεταβάλλω σε σκόνη, συνθλίβω, συντρίβω, σε Αριστοφ. — Παθ., σποδούμενα νιφάδι, με δέρνει ο χιονιάς, σε Ευρ.· πρὸς πέτρας σποδούμενος, αυτός που ρίχνεται, εκσφενδονίζεται στα βράχια, στον ίδ.· απόλ., στρατὸς κακῶς σποδούμενος, που τον μεταχειρίζονται με σκληρότητα, που είναι σε κακή κατάσταση, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σποδέω: κοπανίζω, τρίβω, συντρίβω, τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8. 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1376, Βατρ. 662, Ὄρν. 1016· σπ. τοῖς κονδύλοις ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 366· πρβλ. ἀπο-, κατα-σποδέω. - Παθ., σποδούμενος νιφάδι, χιονιζόμενος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· πρὸς πέτρας σπ., ῥιπτόμενος κατὰ τῶν βράχων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1238· ἀπολ. στρατὸς κακῶς σπ., ἐν κακῇ καταστάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 670. ΙΙ. = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 942, 1016. - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, αὐτόθι 908, Θεσμ. 492· ἐπὶ παίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 113. ΙΙΙ. τρώγω ἀπλήστως, κατατρώγω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1306· ὀβελίαν Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 1· πρβλ. παίω (Β). ΙV. παρὰ Διφίλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 12, ἀψινθίῳ σπόδησον (πνῖξέ τους μὲ ἀψίνθιον), φαίνεται ἤδη ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ. (Οὐδεμία ἔνδειξις ὑπάρχει ὅτι τὸ ῥῆμα τοῦτο σχετίζεται πρὸς τὴν λέξιν σποδός, πλὴν ἴσως παρὰ Κρατίνῳ, ἔνθ’ ἀνωτ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παίειν· συγγίνεσθαι», καὶ «σποδέοντο· ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
to pound, smite, crush, Ar.:—Pass., σποδούμενος νιφάδι pelted by the storm, Eur.; πρὸς πέτρας σπ. dashed against the rocks, Eur.; absol., στρατὸς κακῶς σπ. handled roughly, in sorry plight, Aesch.