πειρατήριον

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρᾱτήριον Medium diacritics: πειρατήριον Low diacritics: πειρατήριον Capitals: ΠΕΙΡΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: peiratḗrion Transliteration B: peiratērion Transliteration C: peiratirion Beta Code: peirath/rion

English (LSJ)

Ion. πειρητ-, τό, A = πεῖρα, φόνια πειρατήρια the trial for murder, E.IT967, cf. LXX Jb.7.1; test, Hp. Mul.1.78, Nat. Mul.96, Hld.10.22; temptation, PLond.ined. 2491.8 (iv A. D.). II pirate's nest, Str. 14.5.7, Hld.5.6 (pl.). 2 gang of brigands or pirates, LXX Ge.49.19, D.H.7.37, Ach. Tat.6.21.

German (Pape)

[Seite 545] τό, 1) Aufenthalt der Seeräuber, Plut. Pomp. 21 auch Seeräuberschaaren. – 2) der Versuch, die Unternehmung, wie πεῖρα; φόνια, Eur. I. T. 967, blutiges Prüfungsmittel, Folter, Blutgericht; Probe, Heliod. u. a. Sp.; Versuchung zum Bösen, K. S.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 (πειράω) preuve;
2 (πειρατής) repaire de pirates.
Étymologie: πειράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειρᾱτήριον -ου, τό [πειράω] proces:. φόνια πειρατήρια moordproces Eur. IT 967. zeeroversbende.

Russian (Dvoretsky)

πειρᾱτήριον:
I τό πειράω проба, испытание, юр. разбор: φόνια πειρατήρια Eur. разбор дела об убийстве.
II τό πειρατής стоянка пиратов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτήριον: Ἰων. πειρητ-, τό, =πεῖρα, Ἱππ. 677. 30· φόνια πειρατήρια, δοκιμασία ἐπὶ φόνῳ, νικῶν δ’ ἀπῆρα φόνια πειρατήρια, δηλ. ἐνίκησα δίκην φόνου, Εὐρ. Ι. Τ. 967· - κριτήριον, γνώρισμα, Ἡλιόδ. 10. 22. ΙΙ. ὁρμητήριον πειρατῶν, Στράβ. 671. Πλουτ. Πομπ. 21. 2)συμμορία πειρατική, Διον. Ἁλ. 7. 37, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 21.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α
μσν.
βασανισμός, βασανιστήριο
αρχ.
1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής
2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή
3. πειρασμός, παραπλάνηση
4. ορμητήριο πειρατών
5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πειρατήριος].

Greek Monotonic

πειρᾱτήριον: Ιων. πειρητ-, τό,
I. = πεῖρα, φόνια πειρατήρια, φονική δοκιμασία, σε Ευρ.
II. ορμητήριο πειρατή, σε Στράβ., Πλούτ.

Middle Liddell

= πεῖρα
I. φόνια πειρατήρια the murderous ordeal, Eur.
II. a pirate's nest, Strab., Plut. [from πειρᾱτής]