ἐγκυλίνδω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
(ἐγκυλῑω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. -κυλίσω [ῑ]:—A roll or wrap up in, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c. II metaph. in Pass., to be involved in, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.
French (Bailly abrégé)
rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.
Greek Monolingual
ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
Greek Monotonic
ἐγκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ], περιτυλίγω, περιβάλλω· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, εἴς τι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -κυλίσω
to roll up in: metaph. in Pass. to be involved in, εἴς τι Xen.