παρασείω

From LSJ
Revision as of 12:22, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασείω Medium diacritics: παρασείω Low diacritics: παρασείω Capitals: ΠΑΡΑΣΕΙΩ
Transliteration A: paraseíō Transliteration B: paraseiō Transliteration C: paraseio Beta Code: parasei/w

English (LSJ)

shake at the side, τὰς χεῖρας swing one's arms in running, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας Arist.IA705a17: without χεῖρας, φεύγειν παρασείσας Id.EN1123b31; ὁ δὲ θᾶττον θεῖ παρασείων ἢ μὴ π. Id.Pr.881b6, cf. Thphr.Char.3.6; τοὺς δὲ ἄλλους παρασεσεικέναι hurried to the spot, prob. in UPZ119.30 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 497] (s. σείω), nebenher, daneben, an der Seite schütteln, τὰς χεῖρας, mit den Armen schlenkern, rudern, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας, Arist. de inc. anim. 3; auch φεύγει παρασείσας, sc. χεῖρας, Theophr. char. 4; vgl. noch Machon bei Ath. VI, 243 f.

French (Bailly abrégé)

balancer de côté, balancer les bras pour courir plus vite.
Étymologie: παρά, σείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σείω zwaaien (langs het lichaam):. τὰς χεῖρας met de armen (tijdens het hardlopen) Aristot. EN 1123b31.

Russian (Dvoretsky)

παρασείω: раскачивать, размахивать (τὰς χεῖρας Arst.): φεύγειν παρασείσαντα погов. Arst. бежать, размахивая руками, т. е. сломя голову.

Greek (Liddell-Scott)

παρασείω: σείω παραπλεύρως, τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας τρέχων, οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας Ἀριστ. π. Πορ. 3,4· ἀκολούθως ἄνευ τοῦ χεῖρας, φεύγειν παρασείσας, ὡς τὸ demissis manibus fugere παρὰ Πλαύτῳ, ὅ ἐστι celerrime, οὐδαμῶς τ’ ἂν ἁρμόζοι μεγαλοψύχῳ φεύγειν παρασείσαντι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 15, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 4, καὶ Casaub. ἐν τόπῳ· πρβλ. παράσεισμα.

Greek Monolingual

Α
1. κινώ στο πλάι, συνήθως κινώ τα χέρια στο πλάι καθώς τρέχω
2. παροτρύνω.

Greek Monotonic

παρασείω: μέλ. -σω, σείω παραπλεύρως, παρασείω τὰς χεῖρας, κινώ τα χέρια στο τρέξιμο· έπειτα (χωρίς το χεῖρας) φεύγειν παρασείσας, όπως το Λατ. demissis manibus fugere, δηλ. celerrime, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. σω
to shake at the side, π. τὰς χεῖρας to swing one's arms in running; then (without χεῖρασ) φεύγειν παρασείσας, like demissis manibus fugere, i. e. celerrime, Arist.