δυσβάστακτος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσβάστακτος Medium diacritics: δυσβάστακτος Low diacritics: δυσβάστακτος Capitals: ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dysbástaktos Transliteration B: dysbastaktos Transliteration C: dysvastaktos Beta Code: dusba/staktos

English (LSJ)

ον, intolerable, grievous to be borne, LXX Pr. 27.3, Ev.Matt.23.4, Plu.2.915f, etc.; of persons, Antisth. ap. Ph.2.449.

Spanish (DGE)

-ον
1 de concr. difícil de sujetar o asir κριθαί Plu.2.915f, ἄμμος LXX Pr.27.3, φορτία Eu.Matt.23.4
fig. de abstr. inaguantableἀστεῖος Antisth.106, κόρος τῶν ἀνθρώπων Sch.Pi.N.10.37, cf. Orac.Sib.8.327, del pecado, Chrys.M.49.309.
2 adv. δυσβαστάκτως = de forma poco llevadera Hsch.s.u. ἀβαστάκτως.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu tragen; Plut. qu. nat. 16; N. T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter, accablant.
Étymologie: δυσ-, βαστάζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσβάστακτος: трудный для ношения, неудобопереносимый (διὰ μέγεθος Plut.; φορτία NT).

Greek (Liddell-Scott)

δυσβάστακτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 4, Πλούτ. 2. 915F, κτλ.

English (Strong)

from δυσ- and a derivative of βαστάζω; oppressive: grievous to be borne.

English (Thayer)

δυσβάστακτον (βαστάζω), hard (A. V. grievous) to be borne: T WH text omit; Tr brackets δυσβάστακτος and φορτία δυσβάστακτα, said of precepts hard to obey, and irksome. (the Sept. Philo, omn. prob. book § 5; Plutarch, quaest. nat. c. 16,4, p. 915f.)

Greek Monolingual

και δυσβάσταχτος, -η, -ο (AM δυσβάστακτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας του βάρους του («φορτία δυσβάστακτα»)
2. αφόρητος, καταθλιπτικός, αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι»).

Greek Monotonic

δυσβάστακτος: -ον (βαστάζω), αυτός που δύσκολα μπορεί κάποιος να υπομείνει, ανυπόφορος, αφόρητος, επαχθής, δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

δυσ-βάστακτος, ον βαστάζω
grievous to bear, NTest.

Chinese

原文音譯:dusb£staktoj 低士-巴士他克拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:難-(有)負擔(的)
字義溯源:難忍的,難擔的,重負的;由(δυσ)*=難)與(βαστάζω)*=舉起)組成。(註:和合本有時將 (δυσβάστακτος)當作 (δυσ)與 (βαστάζω)兩個編號)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 難擔的(2) 太23:4; 路11:46

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: ανυπόφορος, αφόρητος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎