φιλόμαχος

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμᾰχος Medium diacritics: φιλόμαχος Low diacritics: φιλόμαχος Capitals: ΦΙΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: philómachos Transliteration B: philomachos Transliteration C: filomachos Beta Code: filo/maxos

English (LSJ)

(proparox.), ον, loving the fight, warlike, Pi.Fr.164, A.Th.128 (lyr).; pugnacious, φίλερις καὶ φ. Phld.Piet.95, A.Ag.230 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.
Étymologie: φίλος, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμᾰχος: рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαχος: ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, φιλοπόλεμος, Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.

English (Slater)

φῐλόμᾰχος warlike φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιόμαχος].

Greek Monotonic

φῐλόμᾰχος: -ον, αυτός που αγαπά τη μάχη, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλόμᾰχος, ον,
loving the fight, warlike, Aesch.