Πέλοψ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
οπος, ὁ, Pelops, Il. 2.104, etc.: Adj. Πελόπιος, E.Fr.515, etc.; Πελοπήϊος, A. R. 1.758, al.: pecul. fem. Πελοπηΐς, Πελοπηΐδος, Call. Del.72, A.R.4.1570, Nic.Fr. 104, Pelopsian.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
Pélops (« Visage-pâle ») fils de Tantale, époux d'Hippodamie.
Étymologie: πελός, ὄψ;
{rem. de Chaeréphon : « pâle » doit être une erreur de Bailly, car πελός signifie le contraire ; Chantraine s.v. πελιδνός s'interroge sur le sens de Πέλοψ et ne partage pas vraiment l'hypothèse de Kretschmer}.
Russian (Dvoretsky)
Πέλοψ: οπος ὁ Пелоп (родом из Лидии, сын Тантала, брат Ниобы, муж Гипподамии, отец Атрея, Тиеста и др., царь Элиды и Аргоса) Pind., Her., Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Πέλοψ: -οπος, ὁ, (πελός, ὄψ) ὁ σκοτεινὴν ἔχων ὄψιν, μελαψὸς υἱὸς τοῦ Ταντάλου, ἐλθὼν ἐκ Λυδίας εἰς Πελοπόννησον ἧς καὶ ἀνεδείχθη ἡγεμὼν καὶ ἐξ αὐτοῦ ὠνομάσθη Πελοπόννησος, Ἰλ.
English (Autenrieth)
Pelops, son of Tantalus, father of Atreus and Thyestes, gained with his wife Hippodamīa, the daughter of Oenomaus, the throne of Elis, Il. 2.104 ff.
English (Slater)
Πέλοψ son of Tantalos, husband of Hippodameia; king of Pisa in Elis; buried at Olympia ( (O. 1.90) ff.). ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ Olympia (O. 1.24) ἐν δρόμοις Πέλοπος at Olympia (O. 1.94)
1 ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (O. 3.23), cf. ]Κρονίου Πέλοπος (v. Κρόνιος) Πα. 22b. 7. ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.9) Λυδὸς ἥρως Πέλοψ (O. 9.9) ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος at Olympia (O. 10.24) Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη at the Isthmian Games in the Peloponnese (N. 2.21)
Greek Monolingual
-οπος ὁ Α
μυθ.
επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου, γιος του βασιλιά της Φρυγίας ή της Λυδίας Ταντάλου και της Κλυτίας ή της Ευρυάνασσας, αδελφός της Νιόβης και του Βροτέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. πελιδνός.
Greek Monotonic
Πέλοψ: -οπος, ὁ (πελός, ὄψ), Πέλοπας, δηλ. αυτός που έχει σκοτεινή όψη, ο γιος του Τάνταλου που ήρθε από τη Λυδία και έδωσε το όνομά του στην Πελοπόννησο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
Πέλ-οψ, οπος, πελός, ὄψ]
Pelops, i. e. dark-face, son of Tantalus, who migrated from Lydia, and gave his name to Peloponnesus, Il.
Wikipedia EL
Στην ελληνική μυθολογία, ο Πέλοπας (Πέλοψ) ήταν βασιλιάς αρχικά στην Αχαΐα κι έπειτα στην Πίσα, θεωρείται κατά πολλούς ο ιδρυτής και θεμελιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ήταν ο γιος του Τάνταλου ή του Πακτωλού ή του Ξάνθου και της Κλυτίας, Φρυγικής ή Λυδικής καταγωγής, ήρθε στην Ελλάδα και κέρδισε το βασίλειο της Πίσας από το βασιλιά Οινόμαο. Τα αδέρφια του ήταν η Νιόβη και ο Βροτέας. Νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια, κόρη του Οινόμαου.
Κατά άλλους ήταν απόγονος του Ώλενου και βασίλεψε πρώτα στην αρχαία πόλη της Αχαΐας Ώλενος. Ήταν ο τρίτος βασιλιάς της διάδοχος του Κρηνάκου, τον ίδιο διαδέχτηκε ο Δεξαμενός.
Η παράδοση αναφέρει πως ο Πέλοπας είχε αποκτήσει απο άλλη γυναίκα τον Χρύσσιππο, τον οποίο σκότωσαν ο Θυέστης κ ο Ατρέας (γιοι του Πέλοπα) απο ζηλοτυπία. Τότε εκείνος καταράστηκε τους 2 γιούς του να αλληλοσκοτωθούν στο μέλλον. Στην πραγματικότητα η κατάρα δεν επαληθεύεται, σίγουρο είναι όμως ότι υπήρξαν διαπληκτισμοί ανάμεσα στα 2 αδέρφια με αφορμή την εξουσία.
Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του τον έκοψε κομματάκια και τον σερβίρισε στους θεούς βάζοντας την παντογνωσία τους σε δοκιμή. Οι θεοί αντιλαμβανόμενοι την απάτη δεν δοκίμασαν το φαγητό αυτό. Μόνον η Δήμητρα αφηρημένη λόγω του πένθους της για την κόρη της (Περσεφόνη) έφαγε ένα κομματάκι. Ο Δίας είπε στον Ερμή να βάλει πάλι όλα τα τεμάχια στο καζάνι, έτσι ώστε η Κλωθώ να μπορέσει να τα ανασυγκροτήσει. Τον ώμο που έλειπε τον συμπλήρωσε βάζοντας ελεφαντόδοντο, γι αυτό και οι απόγονοι του Πέλοπα, οι Πελοπίδες, έχουν μια λευκή κηλίδα για αναγνωριστικό σημάδι.
Gippodamia.jpg Ο Πέλοπας κέρδισε τους αγώνες στην Πίσα με άδικο τρόπο, αφού είχε βάλει τον Μυρτίλο,τον ηνίοχο του βασιλιά Οινόμαου να βγάλει τη σφήνα από το άρμα του για να χάσει επίτηδες με αντάλλαγμα το μισό βασίλειο. Κατόπιν, όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο και τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα.Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο. Πριν πεθάνει ο Μυρτίλος πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του. Εξαιτίας του πολλές κατάρες βρήκαν το λαό του και ιδίως τα δύο παιδιά του Ατρέα και Θυέστη.Ο Πέλοπας θεωρείται ο πρώτος που ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού. Η σύζυγος του, Ιπποδάμεια ίδρυσε τα Ηραία, αγώνες προς τιμή της θεάς Ήρας, όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες αθλήτριες. Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ Οινόμαου και Πέλοπα, παριστάνεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός στην αρχαία Ολυμπία.
Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται και ο Πέλοπας γιος του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας Ήταν δίδυμος αδελφός του Τηλεδαμου που μαζί του δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο. Ιπποδάμεια = Δαμάζω Ίππο, αυτό δίδαξε η Ιπποδάμεια στον Πέλοπα που είχε ερωτευτεί και νίκησε τον πατέρα της Οινόμαου ο οποίος είναι ο πρώτος που ημέρωσε άλογο
Wikipedia EN
In Greek mythology, Pelops (/ˈpiːlɒps, ˈpɛlɒps/; Greek: Πέλοψ) was king of Pisa in the Peloponnesus region (Πελοπόννησος, lit. "Pelops' Island"). His father, Tantalus, was the founder of the House of Atreus through Pelops's son of that name.
He was venerated at Olympia, where his cult developed into the founding myth of the Olympic Games, the most important expression of unity, not only for the people of Peloponnesus, but for all Hellenes. At the sanctuary at Olympia, chthonic night-time libations were offered each time to "dark-faced" Pelops in his sacrificial pit (bothros) before they were offered in the following daylight to the sky-god Zeus (Burkert 1983:96).
Translations
ar: بيلوبس; az: Pelops; bg: Пелопс; br: Pelops; ca: Pèlops; cs: Pelops; da: Pelops; de: Pelops; el: Πέλοπας; en: Pelops; eo: Pelopso; es: Pélope; et: Pelops; eu: Pelope; fa: پلوپس; fi: Pelops; fr: Pélops; gl: Pélope; he: פלופס; hu: Pelopsz; id: Pelops; it: Pelope; ja: ペロプス; ko: 펠롭스; la: Pelops; lt: Pelopas; my: ပီးလော့စ်; nl: Pelops; no: Pelops; pl: Pelops; pt: Pélope; ro: Pelops; ru: Пелоп; sh: Pelop; simple: Pelops; sk: Pelops; sl: Pelops; sr: Пелоп; sv: Pelops; tr: Pelops; uk: Пелоп; zh: 珀罗普斯