πρίσμα

From LSJ
Revision as of 09:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίσμα Medium diacritics: πρίσμα Low diacritics: πρίσμα Capitals: ΠΡΙΣΜΑ
Transliteration A: prísma Transliteration B: prisma Transliteration C: prisma Beta Code: pri/sma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66.
2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.Morb.2.15.
II Geom., prism, Euc.11Def.13.

German (Pape)

[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.

Greek Monolingual

το / πρῖσμα, ΝΜΑ
μαθημ. στερεό που περικλείεται από μια πρισματική επιφάνεια και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας
νεοελλ.
1. φυσ. στερεό από γυαλί ή από άλλο κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο κατά τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του φωτός
2. μτφ. η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα («βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα τών φιλοδοξιών του»)
3. φρ. μαθημ. «κανονικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα του οποίου οι βάσεις είναι κανονικά πολύγωνα
β) «ορθό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές είναι κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους
γ) «πλάγιο πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν είναι κάθετες στις βάσεις
δ) «κόλουρο πρίσμα» — καθένα από τα δύο στερεά τα οποία προκύπτουν όταν ένα πρίσμα τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του
ε) «κάθετη τομή πρίσματος» — τομή πρίσματος από επίπεδο κάθετο προς τις πλευρικές ακμές του
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του πρίω, πριονίδι
2. αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο ξύλο
3. πληγή, τραύμα από πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ-, βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -μα. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. prism, γαλλ. prisme].

Translations

sawdust

Albanian: tallash; Arabic: نُشَارَة‎; Egyptian Arabic: نشارة‎; Armenian: թեփ; Assyrian Neo-Azerbaijani: kəpək; Basque: zerrauts; Belarusian: пілавінне, апілкі; Bulgarian: стърготини; Catalan: serradures; Cherokee: ᎤᏍᎪᎬ; Chinese Mandarin: 鋸末, 锯末; Min Nan: 鋸屑, 锯屑; Classical Syriac: ܒܪܘܬܐ‎, ܢܣܪܬܐ‎; Czech: piliny; Danish: savsmuld or; Dutch: zaagsel; Esperanto: segaĵo; Faroese: saguspønir; Finnish: sahanpuru; French: sciure; Friulian: seadure; Galician: serraduras; Georgian: ნახერხი; German: Sägemehl, Sägespäne; Greek: ροκανίδι, πριονίδι; Ancient Greek: παράπρισμα, παραπρίσματα, πρίσμα, πρῖσμα, πρίονος ἐκβρώματα; Hawaiian: oka lāʻau; Hungarian: fűrészpor; Icelandic: sag; Ido: seg-pulvero; Indonesian: serbuk gergaji; Irish: min sáibh; Italian: segatura; Japanese: 木屑; Lao: ຂີ້ເລື່ອຍ; Latin: scobis, lanugo; Malagasy: tain-tsofa; Maori: kotakota; Norwegian: sagmugg; Bokmål: sagflis; Nynorsk: sagflis; Pashto: بوره‎; Plautdietsch: Soagespoon; Polish: trociny; Portuguese: serragem; Romanian: rumeguș; Romansch: resgim; Russian: опилки, древесная мука; Slovak: piliny; Sorbian Lower Sorbian: drobna rěz; Upper Spanish: serrín, aserrín; Swedish: sågspån, spån; Tagalog: kusot, piyaos; Thai: ขี้เลื่อย; Turkish: talaş; Vietnamese: mùn cưa; Walloon: soyoere, soeyure; Welsh: blawd llif, llwch llif

prism

Armenian: պրիզմա; Bulgarian: призма; Catalan: prisma; Chinese Mandarin: 稜柱, 棱柱; Czech: hranol; Danish: prisme; Dutch: prisma; Esperanto: prismo; Finnish: särmiö, prisma; French: prisme; Galician: prisma; German: Prisma; Greek: πρίσμα; Ancient Greek: πρίσμα; Hungarian: hasáb; Ido: prismato; Italian: prisma; Japanese: 角柱, プリズム; Khmer: ព្រីស; Korean: 프리즘; Norwegian Bokmål: prisme; Nynorsk: prisme; Occitan: prisma; Persian: منشور‎, شوشه‎; Polish: graniastosłup; Portuguese: prisma; Romagnol: prìșma; Romanian: prismă; Russian: призма; Spanish: prisma; Swedish: prisma or; Tagalog: balimbing; Thai: ปริซึม; Volapük: prismat