λαφύσσω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
Att. λαφύττω, fut. λαφύξω Ael.Fr.156: aor. ἐλάφυξα Orph. L.120, etc.:—Med. (v. infr.), aor. inf. λαφύξασθαι Lyc.321:—swallow greedily, gulp down, of the lion, αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει Il.11.176; of dogs, Luc.Asin.27; of wild beasts, eagles, etc., Q.S.10.316, etc.; also, of bears, tear open, ὄνυξι τὴν γαστέρα Ael.NA4.45: metaph., of fire, consume, AP5.238 (Paul. Sil.); of disease, Aret.CA2.3:—Med., of men, eat gluttonously, gorge, λαφύσσεται λαφυγμόν Eup. 148, cf. Lyc. l.c.—Poet. Verb used in late Prose, as Ph.1.550 (abs.).
German (Pape)
[Seite 19] att. λαφύττω (λάπτω, λαπάζω), gierig verschlucken, verschlingen, vom Löwen, ἔπειτα δέ θ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει, Il. 11, 175. 17, 63. 18, 583; von Hunden, Luc. Asin. 27; auch zerreißen, zerfleischen, vom Bären, λαφύξαι τοῖς ὄνυξι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα, Ael. H. A. 4, 45 u. a. Sp. Von Menschen, schlemmen, prassen, wie Ath. VIII, 362 a es erkl., τὸ δαψιλῶς καὶ ἐπὶ πολὺ λαπάττειν καὶ ἐκκενοῦν, also auch verprassen, verthun. – Med., πρὶν λαφύξασθαι γάνος, Lycophr. 321. Vgl. auch λαφυγμός.
French (Bailly abrégé)
f. λαφύξω, ao. ἐλάφυξα, pf. inus.
1 manger avidement, dévorer;
2 déchirer, mettre en pièces, acc..
Étymologie: R. Λαφ, prendre ; cf. λάπτω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰφύσσω: атт. λᾰφύττω
1 (о животных), жадно поедать, пожирать, (αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα Hom.; πολλά Luc.);
2 (об огне), пожирать, сжигать, уничтожать (θύματα πάντα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφύσσω: Ἀττ. -ττω: ἀόρ. ἐλάφυξα Ὀρφ. Λιθ. 120, Αἰλ., κτλ. ― Μέσ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. λαφύξασθαι Λυκόφρ. 321. (Ἐκ τῆς √ΛΑΠ, ΛΑΦ, παράγονται ὡσαύτως λάπτω, λαφυγμός, λαφύκτης, λαφύστιος). Μετὰ ποιοῦ ἤχου, ἀναρροφῶ, λάπτω, ἀπλήστως, καταπίνω, καταβροχθίζω, ἐπὶ τοῦ λέοντος, αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει Ἰλ. Λ. 176, Σ. 64· ἐπὶ κυνῶν, Λουκ. Ὄν. 27· ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ἀετῶν κτλ., Κόϊντ. Σμ. 10. 316, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἄρκτων, σπαράσσω, ὄνυξι τὴν γαστέρα Αἰλ. π. Ζ. 4. 45· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πυρός, καταναλίσκω, ἀφανίζω, κατακαίω, Ἀνθ. Π. 5. 239· οὕτως ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· ― Μέσ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀπλήστως ἐσθίω, τρώγω λαιμάργως, καταβροχθίζω, Λατ. helluari, λαφύσσεται λαφυγμὸν Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 12, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α)
1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω
3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω
4. μέσ. λαφύσσομαι
(για πρόσ.) τρώγω λαίμαργα, άπληστα, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαφ-ύσσω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα labh- «ρουφώ, γλείφω, τρώγω πλαταγίζοντας τη γλώσσα» (πρβλ. λάπτω), συνδέεται με αρμεν. lap'em «γλείφω», λατ. lambo «γλείφω» και εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ύσσω, πρβλ. δριμύσσω].
Greek Monotonic
λᾰφύσσω: Αττ. λαφύττω, μέλ. λαφύξω (λάπτω)· καταπίνω λαίμαργα, καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τη φωτιά, κατακαίω, καταναλώνω, αφανίζω, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: swallow, gulp down (Il.).
Other forms: aor. λαφύξαι
Derivatives: λαφυγμός (com., AP), λάφυξις (Ath.), λαφύγματα pl. (epigram) gluttony; λαφύκτης gourmand (Arist.); also λαφύστιος gluttonous, devoured (Lyc.), cf . Ζεὺς Λαφύστιος (Hdt. 7, 197; from Λαφύστιον ὄρος in Boeotia), in whose cult human sacrifices occurred.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive verb in -ύσσω (Schwyzer 733, Chantraine Gramm. hom. 1, 335), cf. λάψαι, λάπτω. The aspirated λαφ- is also seen in Arm. lap'em lick; a direct connection with OCS lobъzati, Russ. lobzátь kiss (IE -uǵ-) is improbable. Further s. λάπτω. - The connection with λάπτω seems certain; this rather confirms Pre-Greek origin.
Middle Liddell
λᾰφύσσω, λάπτω
to swallow greedily, gulp down, devour, Il.; metaph. of fire, to consume, Anth.
Frisk Etymology German
λαφύσσω: {laphússō}
Forms: Aor. λαφύξαι
Grammar: v.
Meaning: einschlürfen, gierig verschlucken (ep. poet. seit Il., sp. Prosa).
Derivative: Davon λαφυγμός (Kom., AP), λάφυξις (Ath.), λαφύγματα pl. (Epigramm) Verschlucken, Schlemmerei; λαφύκτης Schlemmer (Arist.); auch λαφύστιος verschluckend, verschluckt (Lyk.), im Anschluß an Ζεὺς Λαφύστιος (Hdt. 7, 197; von Λαφύστιον ὄρος in Böotien), bei dessen Kult Menschenopfer vorkamen.
Etymology: Expressives Verb auf -ύσσω (Schwyzer 733, Chantraine Gramm. hom. 1, 335), vgl. λάψαι, λάπτω. Das aspirierte λαφ- hat ein Gegenstück in arm. lap’em lecken; an direkten Zusammenhang mit aksl. lobъzati, russ. lobzátь küssen (idg. -uĝ-) ist nicht zu denken. Weiteres s. λάπτω.
Page 2,91-92