κεγχρίτης

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίτης Medium diacritics: κεγχρίτης Low diacritics: κεγχρίτης Capitals: ΚΕΓΧΡΙΤΗΣ
Transliteration A: kenchrítēs Transliteration B: kenchritēs Transliteration C: kegchritis Beta Code: kegxri/ths

English (LSJ)

Aët.13.27:κεγχρίτης [ῑ], ου, ὁ,
A like millet,
1 = κεγχρίας ΙΙ (q.v.).
2 a kind of stone, Plin.HN37.188.
3 a bird, Dionys.Av.3.23.
II fem. κεγχρῖτις, ἡ κεγχρῖτις ἰσχάς a dried fig (from its number of grains), AP6.231 (Phil.).
2 a fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.19.2.

German (Pape)

[Seite 1410] λίθος, ὁ, ein Stein mit hirseähnlichen Körnern, Plin. H. N. 37, 11, 73.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίτης: ῑ, ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κέγχρον, 1. = κεγχρίας ΙΙ, ὃ ἴδε. 2) εἶδος λίθου, οὕτινος τιβομένου οἱ κόκκοι ὁμοιάζουσι πρὸς κέγχρον, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. θηλ. κεγχρῖτις ἰσχάς, ξηρὸν σῦκον (ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἐν αὐτῷ σπόρων), Ἀνθ. Π. 6. 231.

Greek Monolingual

κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, -ίτιδος (Α)
1. όμοιος με σπόρο κεχριού
2. το φίδι κεγχρίας
3. το πτηνό κεγχρίς
4. ονομασία λίθου, του οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή
5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» — σύκο ξερό με πολλούς σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίτης (πρβλ. γαλακτίτης, νεφρίτης)].