ἡνιοχεύω

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύω Medium diacritics: ἡνιοχεύω Low diacritics: ηνιοχεύω Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΩ
Transliteration A: hēniocheúō Transliteration B: hēniocheuō Transliteration C: iniocheyo Beta Code: h(nioxeu/w

English (LSJ)

Dor. ἁνιοχεύω, poet. form of ἡνιοχέω, act as charioteer, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Il.11.103, cf. 23.641, Od.6.319: metaph., direct, guide, πηδαλίῳ.. ἁνιόχευεν Alex.Aet.2: c. gen., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ. Anacr.4: c. acc., χορὸν ἡ. IG3.82a.

German (Pape)

[Seite 1172] ein ἡνίοχος sein, die Zügel halten, die Pferde lenken, fahren, Il. 11, 103. 23, 641 Od. 6, 319, immer absolut; übertr., πόλιν, lenken, regieren, Byz. anath. 3 (IX, 696); δίκης θρόνον 27 (IX, 779); καὶ βασιλεύει Plut. sept. sap. conv. 12; τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις Anacr. bei Ath. XIII, 564 d.

French (Bailly abrégé)

c. ἡνιοχέω.
Étymologie: ἡνιοχεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεύω: Hom., Anth. = ἡνιοχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύω: Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. τύπος τοῦ ἡνιοχέω, ἐνεργῶ ὡς ἡνίοχος, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, διευθύνω, πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· μετὰ γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. κρατέω καὶ ἑξ.

English (Autenrieth)

be charioteer, hold the reins, drive.

Greek Monolingual

ἡνιοχεύω, δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) ηνίοχος
(ποιητ. τ. του ηνιοχώ)
1. εκτελώ έργο ηνιόχου, κρατώ τα ηνία
2. μτφ. οδηγώ, διευθύνω.

Greek Monotonic

ἡνιοχεύω: Δωρ. ἁν-, μέλ. -σω, ποιητ. τύπος του ἡνιοχέω, ενεργώ σαν ηνίοχος, σε Όμηρ.· μεταφορ., οδηγώ, διευθύνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡνιοχεύω, poet. form of ἡνιοχέω,]
to act as charioteer, Hom.:—metaph. to guide, Anth.