πρόσχορδος

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχορδος Medium diacritics: πρόσχορδος Low diacritics: πρόσχορδος Capitals: ΠΡΟΣΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: próschordos Transliteration B: proschordos Transliteration C: proschordos Beta Code: pro/sxordos

English (LSJ)

πρόσχορδον, (χορδή) attuned to a stringed instrument: generally, in unison with, ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι bring voices into unison with voices, Pl.Lg.812d, cf. Poll.4.58,63.

German (Pape)

[Seite 789] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχορδος: настроенный: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχορδος: -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον ὄργανον· καθόλου, ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ πρός τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. Πολυδ. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο
2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία ή σε συμφωνία με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -χορδος (< χορδή)].