αἰνόλεκτρος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
αἰνόλεκτρον,
A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820.
II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.
Spanish (DGE)
-ον
1 cuyo lecho trae desgracia, de matrimonio desgraciadoParis, A.A.712, Helena, Lyc.820.
2 que es un lecho terrible μυχός Lyc.1354.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνόλεκτρος -ον αἰνός, λέκτρον met een ellendig huwelijk.
German (Pape)
unglücklich vermählt, Aesch. Πάρις Ag. 695; Helena bei Lyc. 820, der 1354 κευθμῶνος αἰνόλεκτρος μυχός die Höhle der Echidna mit grausem Lager nennt.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόλεκτρος: Aesch. = αἰνόγαμος.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.
Greek Monotonic
αἰνόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.