ἐπεξευρίσκω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
devise or discover besides, Hdt.2.160; τι πρὸς ἀσφάλειαν J.AJ15.8.5:—Pass., ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arist.Pol.1331a14.
German (Pape)
[Seite 916] (s. εὑρίσκω), noch dazu erfinden, παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Her. 2, 160; Arist. Pol. 7, 11 u. Sp., wie Theon. progymn. 1.
French (Bailly abrégé)
inventer en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐξευρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεξευρίσκω:
1 изобретать, придумывать: τούτων δικαιότερον ἐπεξευρέειν Her. придумывать (что-л.) получше этого;
2 открывать, находить (ἐπεξευρημέναι χρεῖαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξευρίσκω: προσέτι ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 2. 160. ΙΙ. προσέτι, ἀνακαλύπτω, πολεμικὰς χρείας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς νῦν ἐπεξευρημένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11.
Greek Monolingual
ἐπεξευρίσκω (Α)
1. ανακαλύπτω, βρίσκω επί πλέον («ἀεί τι πρὸς ἀσφάλειαν ἐπεξευρίσκω»)
2. εφευρίσκω επίσης.
Greek Monotonic
ἐπεξευρίσκω: μέλ. -εξευρήσω, εφευρίσκω επιπλέον, σε Ηρόδ.