ἁλωτός
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ἁλωτή, ἁλωτόν,
A liable to capture or conquest, Th.6.77, Philostr.Im.1.4; ἡδονῇ ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381.
2 captured, Philostr.VA 2.10.
II attainable, τὸ ζητούμενον ἁλωτόν = what is sought for may be found S.OT111, Men.132.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I capturado ἁ. μὲν Ἀλεξάνδρῳ γένοιτο Philostr.VA 2.10, αἰχμαῖς ἁλωτοί Gr.Naz.M.38.269A, ἁλωτόν· ληπτόν Hsch.
II 1capturable o conquistable ταύτῃ μόνον ἁλωτοί ἐσμεν Th.6.77, αἱ ἐπάλξεις Philostr.Im.1.4
•fig. ἡδονῇ δ' ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381, τίνι ἁλωτός εἰμι Arr.Epict.1.25.24.
2 de abstr. alcanzable, que puede conseguirse τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν S.OT 111, cf. Men.Dysc.862
•vulnerable D.C.38.50.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 facile à prendre ou à conquérir;
2 facile à obtenir.
Étymologie: ἁλίσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἁλωτός: (ᾰ) [adj. verb. к ἁλισκομαι]
1 могущий быть взятым, завоеванным Thuc.;
2 достижимый: τὸ ζητούμενον ἁλωτόν (ἐστιν) Soph. то, чего ищут, может быть найдено; ἁλωτὰ πόνῳ ἅπαντα Men. трудом можно достигнуть всего.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. ἐφικτός, κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁλωτός, -ή, -όν)
αλώσιμος, ευάλωτος
αρχ.
κατορθωτός, εφικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἁλω- (πρβλ. αόρ. ἑ-άλω-ν του ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
ἁλωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἁλίσκομαι,
I.κατακτημένος ή κυριευμένος (αυτός που μπορεί να αλωθεί), σε Θουκ.
II. εφικτός, κατορθωτός, σε Σοφ.
Middle Liddell
verb. adj. of ἁλίσκομαι
I. to be taken or to be conquered, Thuc.
II. attainable, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
vulnerable
Arabic: عرضة, عُرْضَة لِلْجَرْح liljarḥ), هَشّ, ضَعِيْف; Armenian: խոցելի; Basque: zaurgarri; Belarusian: уразлі́вы; Bulgarian: уязвим; Catalan: vulnerable; Chinese Mandarin: 脆弱的, 敏感的, 易損的/易损的, 弱勢的/弱势的; Czech: zranitelný; Danish: sårbar; Dutch: kwetsbaar; Esperanto: vundebla; Faroese: viðbrekin; Finnish: haavoittuvainen, herkkä; French: vulnérable; Galician: vulnerable; Georgian: დაუცველი, მოწყვლადი; German: verletzlich, verwundbar, empfindlich; Greek: ευάλωτος; Ancient Greek: ἁλωτός, βλαβερός, τορητός, τρωτός; Hebrew: פגיע; Hungarian: sebezhető, sérülékeny, veszélyeztetett, fenyegetett, támadható; Icelandic: særanlegur, viðkvæmur; Indonesian: rentan; Irish: soghonta; Italian: vulnerabile; Japanese: 傷つきやすい, 脆い, 弱い; Khmer: ដែលងាយធ្វើអោយឈឺចាប់; Korean: 약한; Latin: forabilis; Lithuanian: pažeidžiamas; Macedonian: ранлив; Manx: so-lhottey; Maori: pānekeneke; Norwegian Bokmål: sårbar; Persian: آسیبپذیر; Polish: wrażliwy, bezbronny; Portuguese: vulnerável; Romanian: vulnerabil; Russian: уязвимый, ранимый; Serbo-Croatian: рањив, rànjiv; Sicilian: vurniràbbili; Slovak: zraniteľný; Slovene: ranljiv; Sorbian Lower Sorbian: zranjobny; Spanish: vulnerable; Swedish: sårbar, utsatt; Ukrainian: уразливий, уразливий; Vietnamese: dễ tổn thương