κοτυληδών

From LSJ
Revision as of 21:47, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυληδών Medium diacritics: κοτυληδών Low diacritics: κοτυληδών Capitals: ΚΟΤΥΛΗΔΩΝ
Transliteration A: kotylēdṓn Transliteration B: kotylēdōn Transliteration C: kotylidon Beta Code: kotulhdw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ,
A any cup-shaped hollow or cavity:
1 in plural, suckers on the arms (πλεκτάναι) of the poulp or octopus, Od.5.433, in Ep. dat. πρὸς κοτυληδονόφιν, cf. Arist.HA524a2, PA685b3, Thphr. HP 9.13.6, Ath.11.479b; also on the feet of the κάραβος, Arist.HA527a25: sg., Luc.Musc.Enc. 3.
2 in plural, cotyledons, foetal and uterine vascular connexious (in animals), Hp.Aph.5.45, Arist.GA745b33, al.: wrongly expld. as κοιλότητες… ἐν αἷς τὴν ἀνατροφὴν τοῦ ἐμβρύου γίνεσθαι Diocl.Fr.27, cf. Gal.2.905.
3 = κοτύλη 2, socket of the hip-joint, Ar.V.1495, Arist.HA493a24, Milet.6.22 (iii B. C.).
4 hollow of a cup, Nic.Al. 626.
5 plant, prob. navelwort, Cotyledon umbilicus, Hp.Steril. 230, Nic.Th.681, Dsc.4.91, Gal.12.41; another species, C. sterilis, Dsc.4.92.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
cavité, creux, particul. :
1 creux d'une tasse, d'une coupe;
2 cavité où s'emboîte l'os de la hanche;
3 sorte de plante, vulg. le nombril de Vénus;
4 pl. v. κοτυληδόνες.
Étymologie: κοτύλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυληδών -όνος, ἡ [κοτύλη] kom (van het heupgewricht). zuignap (aan tentakels van een octopus). anat. vruchtvlies (rondom een embryo)

German (Pape)

όνος, ἡ, wie κοτύλη, jede Vertiefung;
a vom Becher, ἐκθλίψαντα πορεῖν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη Nic. Al. 547.
b die Pfanne des Hüstheckens, νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἡμετέροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1495; so erkl. Arist. H.A. 1.13, τὸ δὲ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών; vgl. 3.7.
c die Saugnäpfchen an den Fängen der πολύποδες, der Tintenfische, mit denen sie sich an Felsen anhängen und ihren Raub fassen, πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάϊγγες ἔχονται Od. 5.432; vgl. Arist. H.A. 4.1 und Ath. XI.479b.
d die Saugwarzen an der Mutter trächtiger, wiederkäuender Tiere, Galen.
e eine Pflanze, umbilicus Veneris; Diosc.; Nic. Th. 681.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠληδών: όνος ἡ
1 Arph., Arst. = κοτύλη 3;
2 Hom., Arst. = κοτύλη 5;
3 pl. анат. сосочки при устье матки у жвачных Arst.

English (Autenrieth)

όνος, dat. pl. κοτυληδονόφιν: pl., suckers at the ends of the tentaculae of a polypus, Od. 5.433†.

Greek Monotonic

κοτῠληδών: -όνος, ἡ, οποιαδήποτε κοιλότητα έχει το σχήμα κυπέλου.
I. 1. στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (πλεκτάναι) στο χταπόδι, στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. κοτυληδονόφιν. 2. = κοτύλη 2, κοίλωμα μηρού, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠληδών: -όνος, ἡ, πᾶσα κοιλότης ἔχουσα τὸ σχῆμα ποτηρίου· 1) ἐν τῷ πληθ., αἱ μυζητικαὶ θηλαὶ ἢ ὀφθαλμοὶ ἐπὶ τῶν πλεκτανῶν τοῦ πολύποδος, Ὀδ. Ε. 433, κατ’ Ἐπικ. δοτ., πρὸς κοτυληδονόφιν· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 9, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 13, Ἀθήν. 479Β· ― ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 27. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ἀγγεῖά τινα κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Γαλην. Λεξ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4, κ. ἀλλ.· πρβλ. Föes Oecon. 3) κοτύλη 2, ἡ κοιλότης, ἐν ᾗ κινεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1495, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2. 4) τὸ κοίλωμα ποτηρίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 547. 5) φυτόν τι, πιθαν. ὀμφαλοβοτάνη, Νικ. Θηρ. 681, Διοσκ. 4. 92.

Middle Liddell

κοτῠληδών, όνος, [from κοτῠ́λη]
1. any cup-shaped hollow:
1. in plural the suckers on the arms (πλεκτάναἰ of the polypus, Od., in epic dat. pl. κοτυληδονόφιν.
2. = κοτύλη 2, the socket of the hip-joint, Ar.

English (Woodhouse)

of a joint

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἡ (=κάθε κοιλότητα σέ σχῆμα ποτηριοῦ, κοίλωμα κλειδώσεως, θηλές τοῦ χταποδιοῦ). Ἀπό τό κοτύλη (=κοιλότητα, κοίλωμα ἀρθρώσεως, μικρό ποτήρι).