τολμηρός
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
τολμηρά, τολμηρόν, usual prose form for τολμήεις (courageous, daring, reckless), Antipho 3.3.1, And.1.110, Lys.7.19, etc.; οἱ τολμηρότατοι Isoc. 3.21; προθυμία τολμηροτάτη Th.1.74; τὸ τολμηρὸν τινῶν their hardihood, ib.102; τὸ τολμηρότερον your greater daring, Id.2.87; τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN1117a2; κἂν εἰ τολμηρότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph.267d: also in Poets, E.Supp.305, Ar.Nu.445 (anap.), Bion 1.60; ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον Men.738; opp. εὔτολμος, Id.Mon.153. Adv. τολμηρῶς = in a bold way Th.3.74,83, X.Smp.2.12, etc.: Comp. τολμηρότερον Th.4.126, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: Sup. τολμηρότατα Poll.3.136.
German (Pape)
[Seite 1126] gew, prof. Form, auch Tragg., wie Eur. Suppl. 317, statt τολμήεις, kühn; Antiph. 3 γ 1; Andoc. 1, 110; Lys. 31, 1; Thuc. 1, 74. 4, 126; Plat. Legg. VIII, 835 c; neben ἰταμός, dem βραδύς u. ὀκνηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24; auch tadelnd, im superl., Isocr. 3, 21; Sp., σὺν νῷ τολμηρότατος Pol. 13, 35, 6. – Adv., Thuc. 3, 83.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
courageux, hardi, audacieux ; τὸ τολμηρόν = hardiesse;
Cp. τολμηρότερος, Sp. τολμηρότατος.
Étymologie: τόλμα.
Russian (Dvoretsky)
τολμηρός:
1 отважный, смелый (προθυμία Thuc.);
2 дерзкий (κατηγορίαι Lys.).
Greek (Liddell-Scott)
τολμηρός: -ά, -όν, ὁ συνήθης ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος ἀντὶ τοῦ ποιητικοῦ τολμήεις, Ἀντιφῶν 122. 30, Ἀνδοκ. 15. 3, Λυσί. 110. 5, Πλάτ., κλπ.· προθυμία τολμηροτάτη Θουκ. 1. 74· τὸ τολμηρόν τινος, ἡ τόλμη, τὸ θάρρος, αὐτόθι 102· τὸ τολμηρότερον, ἡ μεγαλειτέρα αὐτοῦ τόλμη, ὁ αὐτ. 2. 87· τολμηρὰ πολλὰ δρᾶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 11· κἂν ᾖ τολμηρότερον εἰρῆσθαι Πλάτ. Σοφιστ. 267D· - ὡσαύτως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱκ. 305, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Βίων 1. 60· ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 194· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰταμός, θρασύς, ἀντίθετον τῷ εὔτολμος, ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 153. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Θουκ. 3. 74, 83, Ξενοφ., κλπ. - Συγκρ. -ότερον Θουκ. 4. 126· ὑπερθετ. -ότατα, Πολυδ. Γ΄, 136. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 518.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τολμηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.)
2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.)
3. (κατ' επέκτ.) θρασύς, αναιδής
νεοελλ.
1. αδιάντροπος, ξετσίπωτος («τολμηρά λόγια»)
2. προκλητικός («τολμηρό φόρεμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τολμηρόν
α) τόλμη, θάρρος («δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρόν», Θουκ.)
β) τολμηρή πράξη.
επίρρ...
τολμηρώς / τολμηρῶς ΝΜΑ, και τολμηρά Ν
κατά τρόπο τολμηρό, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, πονηρός)].
Greek Monotonic
τολμηρός: -ά, -όν (τολμάω), = τολμήεις, σε Θουκ.· τὸ τολμηρόν τινος, η τόλμη, το θάρρος του, στον ίδ.· επίρρ., τολμηρῶς, στον ίδ.· συγκρ. τολμηρότερον, στον ίδ.
Middle Liddell
τολμηρός, ή, όν τολμάω = τολμήεις, Thuc.]
τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.
Chinese
原文音譯:tolmhrÒteron 拖而姆羅帖朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)敢(著)
字義溯源:更加勇敢,勇敢的,放膽的,膽敢的,輕率的;源自(τολμάω)=冒險,付諸行動),而 (τολμάω)出自(τόκος)X*=勇敢)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 放膽(1) 羅15:15