φλογωπός
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
φλογωπόν, (ὤψ) fiery-looking, flaming-red, πῦρ A.Pr.255; φ. σήματα omens or tokens by fire (not lightning), ib.498; bloodshot, of the eyes in anger, Eust.58.14.
German (Pape)
[Seite 1292] von feurigem Ansehen, feurig, leuchtend; πῦρ Aesch. Prom. 253; σήματα 496.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui a l'aspect de la flamme, d'un rouge ardent.
Étymologie: φλόξ, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
φλογωπός:
1 пылающий, яркий (πῦρ Aesch.);
2 огненный (σήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φλογωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων τὴν ὄψιν φλογός, φλογερός, πῦρ Αἰσχύλ. Πρ. 253· φλ. σήματα, σημεῖα ἢ οἰωνοὶ διὰ πυρὸς (οὐχὶ οἰωνοὶ ἐξ ἀστραπῶν), αὐτόθι 498, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 954, 1255· πρβλ. φλογώψ. 2) μεταφορ., πυρώδης, πύρινος, φλογερός, Εὐστ. 58. 14.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που έχει όψη φλόγας, ο φλογώδης
μσν.
μτφ. (για τα μάτια σε κατάσταση θυμού) φλογερός
αρχ.
φρ. «φλογωπὰ σήματα» — οιωνοί που φανερώνονται από τη φωτιά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγωψ, -ῶπος με μετάβαση στη θεματική κλίση σε -ος, -ον].
Greek Monotonic
φλογωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη φλόγας, φλογερός, σε Αισχύλ.· φλογωπὰ σήματα, χρησμοί από φωτιά (όχι από τις αστραπές), στον ίδ.
Middle Liddell
φλογ-ωπός, όν [ὤψ]
fiery-looking, flaming, Aesch.; φλ. σήματα omens by fire (not lightning), Aesch.