ἐπαγωγικός

From LSJ
Revision as of 08:32, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἱδανός" to "ἰδανός")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγωγικός Medium diacritics: ἐπαγωγικός Low diacritics: επαγωγικός Capitals: ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: epagōgikós Transliteration B: epagōgikos Transliteration C: epagogikos Beta Code: e)pagwgiko/s

English (LSJ)

ἐπαγωγική, ἐπαγωγικόν,
A inductive, τρόπος S.E.P.2.196, cf. Asp.in EN2.25. Adv. ἐπαγωγικῶς S.E.P.2.195, Sch.Pi.O.1.20.
II (from Med.) attractive, v.l. for ὑπαγωγικός in D.H.Comp.4.

German (Pape)

[Seite 894] ή, όν, anziehend, reizend, D. Hal. C. V. 4 p. 56. – Adv. inductionsweise, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 195, wie ὁ ἐπ. τρόπος 196.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγωγικός: лог. индуктивный (τρόπος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπαγωγήν, τρόπος Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 196. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτὸς 2. 195. ΙΙ. (ἐν τοῦ Μέσ. τύπου) προσέλκων, ἑλκυστικός, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 18 (σ. 1006), πρβλ. ὑπαγωγικός. ― Ἐπιρρ. ἐπαγωγικῶς, δι’ ἐπαγωγῆς, Σέξτ. Ἐμπ. 102. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγωγικός, -ή, -όν) επαγωγή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα»)
αρχ.
επαγωγός, ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επαγωγικούς, -ά
με τρόπο επαγωγικό.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний