ἀντιβλέπω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
fut. -βλέψομαι D.25.98:—look straight at, look in the face, c. dat. pers., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ' ἀντιβλέπειν δύναμαι X.HG5.4.27; τοῖς φίλοις Com.Adesp.22.41 D.; εἰς or πρὸς τὸν ἥλιον, X.Mem.4.7.7, Theophrastus Sens.18: metaph., πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3: c. acc., ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Men.586: abs., part., ἀντιβλέπουσαι.. αἱ αἶγες facing one another, Arist.HA611a5.
Spanish (DGE)
1 mirar cara a cara c. dat. de pers. τῷ ἐμῷ πατρί X.HG 5.4.27, τοῖς φίλοις Men.Fab.Incert.7.129, c. dat. de cosa λόγχαις X.Smp.2.14, σιδήρῳ Luc.Anach.33
•c. πρός y ac. de pers. πρὸς ἕκαστον τούτων D.25.98, c. πρός y ac. de cosa πρὸς τὴν τύχην Plu.2.476e
•c. εἰς y ac. de cosa εἰς τὸν ἥλιον X.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18
•c. ac. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι ἀδικῶν Men.Fr.598
•abs. οὐκέτι ἀντιβλεπούσας κατακεῖσθαι τὰς αἶγας que las cabras no se tumbasen unas frente a otras Arist.HA 611a4, cf. Pherecr.203B.
2 fig. enfrentarse a, afrontar c. dat. παθήμασιν I.AI 6.10
•c. πρός y ac. πρὸς ... τοὺς ἀγῶνας τούτους Chrys.M.52.563
•desafiar, oponerse πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3, ἀναιδῶς αὐτῷ ἀντιβλέψας Origenes Io.2.14, cf. CPHerm.52.1.27 (III d.C.).
3 fig. ser objeto de comparación ὁ Ἰωβ ... πρὸς Παῦλον ἀντιβλέψαι δυνάμενος διὰ τὴν ὑπομονήν Chrys.M.63.844.
German (Pape)
[Seite 250] entgegen-, gerade ansehen, τινί Xen. Cyr. 3, 1, 23 Hell. 5, 4, 27; τινά Men. Stob. Floril. 70, 49; εἴς τι Xen. Mem. 4, 7, 7; πρός τι Plut. Pomp. 69; – med.ποίοις προσώποις πρὸς ἕκαστον ἀντιβλέψεσθε Dem. 25, 98, Bekk. ἀντιβλέψετε.
French (Bailly abrégé)
regarder en face, dat. ou εἰς, πρός et l'acc..
Étymologie: ἀντί, βλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβλέπω:
1 смотреть прямо, глядеть в упор (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);
2 смотреть друг на друга Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβλέπω: μέλλ. -βλέψω, Δημ. 799. 24 (μετὰ διαφόρου γραφ. βλέψεσθε ἐσφαλμ., διότι ἀμέσως ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἄλλος ἁπλοῦς τύπος βλέψονται: - βλέπω κατ’ εὐθείαν πρός τινα, βλέπω κατὰ πρόσωπον, μετὰ δοτ. προσ., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ. ἀντιβλέπειν δύναμαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 27· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἥλιον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 7, 7, Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 18: - μετ’ αἰτ. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 59: μετοχ., ἀντιβλέπουσαι ... αἱ αἶγες, βλέπουσαι πρὸς ἀλλήλας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5. - Ρηματ. ἐπίθ. ἀντιβλεπτέον, μοι πρός τι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκωμ. 17.
Greek Monolingual
(Α ἀντιβλέπω)
βλέπω κατευθείαν, βλέπω κατάματα κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιβλέπω: μέλ. —βλέψω ή -ομαι, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά πρόσωπο, με δοτ. προσ., σε Ξεν.