ασημώνω

From LSJ
Revision as of 17:14, 31 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐπαργυρόω, περιαργυρόω;" to "ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ασήμι
1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι»)
2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζωασημώνω το καντήλι ή το ρολόι»)
3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη θάλασσα»)
4. χαρίζω ασημένιο ή χρυσό νόμισμα σε νεογέννητο, σε νύφη, σε κάποιον που μου φέρνει καλές ειδήσεις ή, επίσης, που θα μου πει τη μοίρα μου ή που θα προβλέψει τα μέλλοντα.

Translations

silver-plate

Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar