ἀπρονόητος
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἀπρονόητον,
A unpremeditated, ἀκρασία Arist.MM1203a30; χώρα ἀ. an unguarded country, Plb.4.5.5; τόποι ἀ. unreconnoitred, Id.3.48.4; not the work of providence, κόσμος Ph.2.411, cf. Hierocl. in CA11p.442M.
II Act., not considering beforehand, ἡ ὀργὴ -τον X.HG 5.3.7; ἀ. καὶ ἀπαράσκευοι Plb.5.7.2, cf. Orph.Fr.233; ἀ. τῶν ἐσομένων J.Vit.13; τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων Luc.Bis Acc.2, etc.; of the gods, not exercising providence, Epicur.Fr.368. Adv. ἀπρονοήτως X.Cyr.1.4.21, etc.; ἀ. τινὸς ἔχειν Str.2.5.1; opp. προνοίᾳ, S.E.P.1.151; οἱ ἀ. θεώμενοι without previous acquaintance, Plb.10.14.8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. desprevenido ἔμελλον ἀπρονόητοι καὶ ... ἀπαράσκευοι ληφθήσεσθαι Plb.5.7.2, cf. Orph.Fr.233
•irreflexivo, que no reflexiona previamente c. gen. ἀπρονοήτους ἡμᾶς ἀποφαίνων τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων mostrando que nosotros no somos previsores en los asuntos de la tierra Luc.Bis Acc.2, (συμπρέσβεις) ἀπρονόητοι τῶν ἐσομένων I.Vit.73
•fig. de la cólera impremeditada ἡ ... ὀργὴ ἀπρονόητον la cólera es una cosa irreflexiva X.HG 5.3.7, ἀκρασία Arist.MM 1203a31.
2 que no recibe o ha recibido atención χώρα territorio no defendido Plb.4.5.5, τόποι lugares inexplorados Plb.3.48.4
•desatendido παροικία Socr.Sch.HE 6.23.17.
3 en fil. no regido por o que no es obra de la providencia κόσμος Ph.2.411, δυνάμεις Plu.Nic.23, ἀπρονόητον καὶ τυχαίαν ... κίνησιν Plu.2.878c, ὑπὸ τῆς ἀπρονοήτου φορᾶς I.AI 10.279, cf. Hierocl.in CA 11.25
•falto de la providencia divina ἀ. παρὰ θεοῦ Basil.M.29.160B, cf. Chrys.M.62.131
•del mundo sublunar según Arist. ἀπρονόητα τὰ κατωτέρω τοῦ οὐρανοῦ las cosas que están bajo el cielo no están guiadas por la providencia Athenag.Leg.25.2, ἀπρονόητα τὰ ὑπὸ σελήνην ἀπεφῄναντο Cyr.Al.M.69.917B.
II adv. -ως
1 impremeditadamente, a la ligera φέρεσθαι ἀ. X.Cyr.1.4.21, ἀ. ἔφη LXX 3Ma.1.14.
2 sin conocimiento previo τοῖς ἀ. θεωμένοις Plb.10.14.8, ἀ. ἔχειν κλιμάτων Str.2.5.1.
3 sin la divina providencia S.E.P.1.151.
German (Pape)
[Seite 338] unüberlegt, Sp.; τόποι, nicht vorher durchforscht, Pol. 3. 48, 4; χώρα 4, 5, 5; gew. akt., nicht vorher überlegend, unbedachtsam, Xen. Hell. 5, 3, 7; τινός, nicht dafür besorgt, Luc. Bis acc. 2. – Adv., Xen. Cyr. 1, 4, 21; unvermutet, λαμβάνεται Pol. 5, 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non prémédité;
2 non examiné ou exploré d'avance;
II. imprévoyant, inconsidéré.
Étymologie: ἀ, προνοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρονόητος:
1 лишенный прозорливости, непредусмотрительный, действующий необдуманно Xen., Polyb.;
2 не заботящийся, не пекущийся (τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων Luc.);
3 непреднамеренный, невольный (ἀκρασία Arst.);
4 неизученный, необследованный (τόποι Polyb.; ἀ. αἰτία καὶ ἄδηλος Plut.);
5 не обеспеченный охраной (χώρα Polyb.);
6 застигнутый врасплох (ἀ. ληφθῆναι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρονόητος: -ον, περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις ἐκ τῶν προτέρων, ὁ ἐξαίφνης γινόμενος, ἀκρασία Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 6, 42· χώρα ἀπρ., περὶ ἧς δὲν ἐλήφθη πρόνοια, ἀπροφύλακτος, Πολύβ. 4. 5, 5· τόποι ἀπρονόητοι, μὴ ἐξερευνηθέντες, ὁ αὐτ. 3. 48, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ σκεπτόμενος ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προνοῶν, μὴ ὑπολογίζων τί δύναται νὰ συμβῇ: ἡ μὲν γὰρ ὀργὴ ἀπρονόητον Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 7, Πολύβ. 5. 7, 2· ἀπρ. τινος Λουκ. Δὶς Κατ. 2, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21. κτλ. ἀπρονοήτως τινὸς ἔχειν Στράβ. 109· ἀντίθ. τῷ προνοίᾳ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 151.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρονόητος, -ον)
1. αυτός που δεν προνοεί, που δεν παίρνει εκ των προτέρων τα κατάλληλα μέτρα, απερίσκεπτος
2. αυτός για τον οποίο δεν έλαβε κανείς πρόνοια, απρόβλεπτος, ξαφνικός
αρχ.
1. (για χώρα) αφύλαχτη
2. (για τόπο) ανεξερεύνητος, άγνωστος.
Greek Monotonic
ἀπρονόητος: -ον (προνοέομαι)·
I. αυτός που έγινε χωρίς προμελέτη, αιφνίδιος· ἀκρασία, σε Αριστ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προνοεί, απερίσκεπτος, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Middle Liddell
[προνοέομαι]
I. unpremeditated, ἀκρασία Arist.
II. act. improvident, Xen.:—adv. -τως, Xen.