ἀμύητος

From LSJ
Revision as of 21:49, 17 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύητος Medium diacritics: ἀμύητος Low diacritics: αμύητος Capitals: ΑΜΥΗΤΟΣ
Transliteration A: amýētos Transliteration B: amyētos Transliteration C: amyitos Beta Code: a)mu/htos

English (LSJ)

ἀμύητον,
A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51; ἀμύητος καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd. 69c: c. gen., ἀμύητος Ἀφροδίτης = not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ἀμύητος ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4.
2 μυήσεις ἀμύητοι no true initiations, lit. 'uninitiated initiations', Ph.1.156.
II not closed, open, Philostr.Gym.29 codd.; with play on both meanings, leaky, Pl.Grg. 493a, 493b.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): cret. ἀμύωτος ICr.4.14b (Gortina)
I 1no iniciado en los misterios eleusinos, And.Myst.12, Lys.6.51, Pl.Phd.69c, Arist.Rh.1405a20
en gener. IG 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.Salt.15, Nau.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d
prov. Ἑρμῆς ἀμύητος irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.
2 fig. abs. no iniciado en el conocimiento filosófico, Pl.Tht.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B
c. gen. no iniciado, desconocedor, profano κώμων AP 5.112 (Phld.), ἀμύητος Ἀφροδίτης = no iniciado en el amor Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ἀμύητος ὠδίνων de Ártemis, Orph.H.36.4, τῆς συνήθους παιδείας Erot.Fr.Pap.Parth.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων SB 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀμύητος = soltero, IGBulg.12.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en Didyma 501.7, ἀμύητος ἔρωτος de Atenea, Orác. en ZPE 8.94.12 (Dídima), Opp.C.1.34, Isid.Pel.Ep.M.78.868B, ἀμύητος τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.All.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.Haer.5.8
neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ AP 12.205 (Strat.).
II que es iniciación profana μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.Prot.2.22.3.

German (Pape)

[Seite 130] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ ἀτέλεστος Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.

Paulys Realencyclopädie

Ἀμύητος, Epiklesis des Hermes auf der Akropolis von Athen, Hesych. s. Ἑρμῆς ἀμύητος. Paroemiogr. (Diogen. IV 63. Apostol. VII 93. Greg. Cypr. II 36. Cod. Mosq. III 19). Clem. Alex. Protr. 102 p. 81 P. Es ist der am Eingang der Burg neben den Chariten stehende Hermes Propylaios (Paus. I 22, 8), der von dem mystischen Kult der Chariten (Paus. IX 35, 2) ausgeschlossen, im Volksmund den Beinamen Ἀ. erhielt. O. Jahn Denkschr. d. Wien. Akad. XIX 38; Paus. descr. arcis 4. Wachsmuth Stadt Athen I 139. Weizsäcker Arch. Ztg. XXXIII 46. Milchhöfer b. Baumeister Denkm. I 203

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non initié aux mystères, profane.
Étymologie: , μυέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύητος: μυέω непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.
μύω плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς πίθος τετρημένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, ἀνόσιος, βέβηλος, Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ ἀτέλεστος Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ λέξις ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ στεγανός, ὡς πίθος τετρημένος ὅστις στάζει.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)
ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός
2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μυῶ.
ΠΑΡ. αμυησία].

Greek Monotonic

ἀμύητος: -ον (μυέω),
I. μη μυημένος, ανόσιος, βέβηλος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το μύω = οὐ δυνάμενος μύειν, ο αδύνατος να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει διαρροή, που στάζει.

Middle Liddell

μυέω
I. uninitiated, Plat., etc.
II. in Plat. Gorg. as if from μύω, = οὐ δυνάμενος μύειν, unable to keep close, leaky.

English (Woodhouse)

one not initiated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)