κακόνυμφος

From LSJ
Revision as of 17:56, 5 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόνυμφος Medium diacritics: κακόνυμφος Low diacritics: κακόνυμφος Capitals: ΚΑΚΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: kakónymphos Transliteration B: kakonymphos Transliteration C: kakonymfos Beta Code: kako/numfos

English (LSJ)

κακόνυμφον,
A ill-married, κακονυμφοτάτα ὄνασις most unprofitable wedlock, E.Hipp.756 (lyr.).
II Subst., unhappy bridegroom, Id.Med.206, 990 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1301] unglücklich vermählt; Eur. Med. 990; κακονυμφοτάτη ὄνασις Hipp. 754; der schlechte Ehemann, Med. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 causé par un hymen funeste;
2 qui est d'un mauvais époux ; époux funeste, mauvais époux;
Sp. κακονυμφότατος.
Étymologie: κακός, νύμφη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνυμφος -ον [κακός, νύμφη] met een noodlottig huwelijk:; κακονυμφοτάτα ὄνασις de winst van een allerongelukkigst huwelijk Eur. Hipp. 756; subst. ὁ κακόνυμφος slechte echtgenoot.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόνυμφος: IIвероломный супруг Eur.
связанный со злополучным браком: κακονυμφοτάτα ὄνασις Eur. злосчастный брак (Федры).

Greek Monolingual

κακόνυμφος, -ον (Α)
1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» — επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ.κακόνυμφος
κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος, νεόνυμφος].

Greek Monotonic

κᾰκόνυμφος: -ον (νύμφη),
I. κακοπαντρεμένος, αυτός που έχει συνάψει κακό, δυστυχισμένο γάμο, σε Ευρ.
II. ως ουσ., κακός ή ατυχής γαμπρός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κακόνυμφος: -ον, κακῶς νενυμφευμένος, κακονυμφοτάτα ὄνασις, ὅλως ἀνωφελὴς γάμος, Εὐρ. Ἱππ. 758. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κακὸς ἢ ἀτυχὴς γαμβρός, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 206, 990· ἴδε κακὸς ἐν τέλει.

Middle Liddell

κᾰκό-νυμφος, ον νύμφη
I. ill-married, of unhappy wedlock, Eur.
II. as substantive an ill or unhappy bridegroom, Eur.