περιρραντήριον
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
τό,
A utensil for besprinkling, esp. whisk for sprinkling water at sacrifices, or vessel for lustral water, Hdt.1.51, Porph.Abst.2.27 (pl.):—written περιραντήριον in Inscrr., IG22.1641.38, 11(2).287 A 93 (Delos, iii B. C.), SIG253 ii 10 (Delph., iv B. C.).
II περιρραντήρια ἀγορᾶς = the parts of the marketplace sprinkled with lustral water, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. 3.176, Luc.Sacr.12, 13.
III = περίρρανσις, lustral besprinkling Ph.1.156, al., Luc.Pseudol.23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 vase d'eau lustrale pour les aspersions;
2 aspersion, ablution.
Étymologie: περιρραίνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιρραντήριον -ου, τό [περιρραίνω] vat voor reinigend water (bij offers). gewijde plaats.
German (Pape)
τό, Gefäß, Gerät zum Besprengen, bes. ein Wedel, Weihwasser oder anderes Wasser damit zu sprengen, Sprengwedel; das Gefäß für das Weihwasser, Sprengkessel, im plur., Her. 1.51 und Sp., wie Luc. sacrific. 12.13. Vgl. noch Aesch. 1.21 im Gesetz: ἐντὸς τῶν τῆς ἀγορᾶς περιρραντηρίων πορεύεσθαι.
Russian (Dvoretsky)
περιρραντήριον: τό культ.
1 сосуд с очистительной водой, кропильница Her., Luc.;
2 окропленное, т. е. подвергнувшееся очищению место (περιρραντήρια ἀγορᾶς Aeschin.).
Greek Monotonic
περιρραντήριον: τό,
I. σκεύος για ράντισμα ή δοχείο για καθαρό, εξαγνισμένο νερό, Λατ. aspergillum, σε Ηρόδ.
II. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τα μέρη της Ρωμ. αγοράς που ραντίζονται με εξαγνισμένο νερό, σε Νόμ. παρά Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
περιρραντήριον: τό, σκεῦός τι εἰς ῥαντισμοὺς χρήσιμον, ἰδίως θαλλοὶ διάβροχοι δι’ ὧν ἐρράντιζον οἱ νεωκόροι τοὺς εἰσερχομένους εἰς τὸν ναόν· διὰ τῶν θαλλῶν ἐρραντίζοντο καὶ τὰ θύματα· προσέτι ἀγγεῖον περιέχον ὕδωρ ἁγνισμοῦ, Λατ. aspergillum, Ἡρόδ. 1. 51, Λουκ. Ψευδολ. 23. ΙΙ. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τὰ μέρη τῆς ἀγορᾶς τὰ ῥαντιζόμενα δι’ ὕδατος ἁγνισμοῦ, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 2, πρβλ. 79. 2, Φίλων 1. 156, Λουκ. π. Θυσιῶν 12, 13, κτλ.· ἴδε ἐν λ. καθάρσιον.
Middle Liddell
περιρραντήριον, ου, τό, [from περιρραίνω
I. an utensil for besprinkling, or a vessel for lustral water, Lat. aspergillum, Hdt.
II. περιρραντήρια ἀγορᾶς the parts of the forum sprinkled with lustral water, Lex ap. Aeschin.
Translations
sprinkler
Bashkir: һиптергес; Bulgarian: дъждовална машина, пръскачка; Catalan: ruixador, arruixador, aspersor; Chinese Mandarin: 噴灑裝置, 喷洒装置, 噴灌器, 喷灌器, 灑水器, 洒水器; Finnish: sadettaja, sadetin; French: arroseur, asperseur; Galician: aspersor; Georgian: წყალგამშხეფი, წყალგამფრქვევი, სპრინკლერი; German: Sprinkler, Sprinkleranlage; Greek: ψεκαστήρας; Ancient Greek: περιρραντήριον, περιρραντής, ῥαντήρ, ῥαντηρίτης; Hebrew: ממטרה; Hungarian: locsoló, permetező; Irish: aisréadóir, spréire; Italian: spruzzatore; Japanese: スプリンクラー; Korean: 스프링클러; Macedonian: пр́скалка; Norwegian Bokmål: spreder; Norwegian Nynorsk: spreiar; Polish: zraszacz; Portuguese: aspersor; Russian: разбрызгиватель, опрыскиватель, дождевальная установка, спринклер; Spanish: aspersor; Swedish: vattenspridare, sprinkler; Turkish: fıskiye; Walloon: stritchete, spritchoûle