ὑπέρκοπος
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ον: (κόπτω, cf. παράκοπος):—
A overstepping all bounds, extravagant, arrogant, δόρν A.th.455 (lyr.); ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος S.Aj.127. Adv. -πως extravagantly, excessively, οἱ δ' ὑ. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch.136; and Grotius' cj. ὑπερκόπως (for -κότως) is generally received in Id.Ag. 468 (lyr.), τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ.—Since ὑπέρκοπος is required by the metre in the above passages, whilst in those cited under foreg. (exc. Men. l. c.) either ὑπέρκομπος or ὑπέρκοπος might stand, Blomf. proposed to read -κοπος everywhere in Trag. II overtired, worn out, ὑ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Arist.Mir.831a9, cf. Poll.5.84.
German (Pape)
[Seite 1198] eigtl. überschreitend, bes. Maaß und Ziel, dah. übermüthig, zügellos, δόρυ Aesch. Spt. 437, u. adv., Ch. 134; ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπῃς αὐτὸς εἰς θεοὺς ἔπος Soph. Ai. 127. übermüde, ganz entkräftet (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρκοπος: -ον, (√ΚΟΠ, κόπτω, πρβλ. παράκοπος), ὁ ὑπερβαίνων πᾶν ὅριον, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζονικός, ὑπέρκοπον μηδέν ποτ’ εἴπης αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος Σοφ. Αἴ. 127. - Ἐπίρρ., αὐθαδῶς, ὑπερηφάνως, ὑπερβολικῶς, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Αἰσχύλ. Χο. 136· καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Heath διόρθωσις τοῦ ὑπερκόπως (ἀντὶ -κότως) ἐγένετο καθόλου δεκτὴ ἐν Ἀγαμ. 467, τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ. - Ἐν τοῖς χωρίοις ὅσα μνημονεύονται ἐνταῦθα καὶ ἐν λέξ. ὑπέρκομπος, ἑκατέρα λέξις κάλλιστα ἁρμόττει· ἐπειδὴ ὅμως ἐν τοῖς πρὸ μικροῦ μνημονευθεῖσι χωρίοις τὸ μέτρον ἀναγκαίως ἀπαιτεῖ ὑπέρκοπος, ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν χωρίων τῶν ἀναφερομένων ἐν λέξ. ὑπέρκομπος (πλὴν τοῦ αὐτόθι χωρίου τοῦ Μενάνδρου) ἀπαιτεῖ ὑπέρκομπος, ὁ Blomf. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) προτείνει νὰ γράφηται ὑπέρκοπος ἀντὶ -κομπος ἁπανταχοῦ τῶν Τραγικῶν. ΙΙ. καταπεπονημένος, κατάκοπος, ὑπ. γενομένη [ἡ πάρδαλις] Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 84.