οὐτιδανός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐτῐδᾰνός Medium diacritics: οὐτιδανός Low diacritics: ουτιδανός Capitals: ΟΥΤΙΔΑΝΟΣ
Transliteration A: outidanós Transliteration B: outidanos Transliteration C: outidanos Beta Code: ou)tidano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of no account, worthless, esp. with regard to strength or courage, in Hom. always of persons, δειλὸς καὶ οὐ. Il.1.293; βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο 11.390; ἄφρων . . καὶ οὐ. Od. 8.209; ὀλίγος τε καὶ οὐ. καὶ ἄκικυς 9.515; οὐτιδανὸς βίην Opp.H.2.144.    II Act., reckless, γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, of a surging crowd, A.Th.361 (lyr.). (Prob. suffix -ανός, and Οὔτιδ, earlier form of οὔτι 'nothing', cf. Lat. quid, Skt. cid.)

German (Pape)

[Seite 421] att. auch 2 Endgn, nichtswürdig, nichtsnutzig; mit δειλός verbunden, von Menschen, die ihrer Schwäche wegen nicht zu achten sind, Il. 1, 293; neben ἄναλκις, 11, 390; καὶ ἄφρων, Od. 8, 209, vgl. 9, 460. 515; γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Aesch. Spt. 343; einzeln bei sp. D., auch von Sachen, geringfügig, schlecht, wie Nic. Th. 385. – Dies Suffixum δανός s. auch in ἠπεδανός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐτῐδᾰνός: -ή, -όν, (οὔτις) μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, πρόστυχος, μάλιστα εἰς πόλεμον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, οὐτ. καὶ δειλὸς Ἰλ. Α. 293· βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο Λ. 390· ἄφρων.. καὶ οὐτ. Ὀδ. Θ. 209· ὀλίγος τε καὶ οὐτ. καὶ ἄκικυς Ι. 515· οὐτιδανὸς βίην Ὀππ. Ἁλ. 2. 144. ΙΙ. ἐνεργ., γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, τὰ προϊόντα τῆς γῆς παρασύρονται φύρδην μίγδην ὑπὸ τῶν περιφρονούντων τὰ πάντα κυμάτων, δηλ. τῶν πολεμίων, «τροπικῶς δὲ ῥόθια εἶπε τὰ συνεχῆ κινήματα τῶν πολεμίων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 361. (-δανος εἶναι προσχηματισμὸς ὡς ἐν τῷ ἠπεδανός, κτλ.). - Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 49. οὔτι πη, Δωρ. οὔτι πα, κατ’ οὐδένα τρόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, Θεόκρ. 1. 63· - οὐδέ τί πα ἢ οὐδ’ ἔτι πα αὐτόθι 59.