ἐντύνω

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντύνω Medium diacritics: ἐντύνω Low diacritics: εντύνω Capitals: ΕΝΤΥΝΩ
Transliteration A: entýnō Transliteration B: entynō Transliteration C: entyno Beta Code: e)ntu/nw

English (LSJ)

[ῡ], fut.

   A ἐντῠνῶ Lyc.734: aor. 1 ἔντῡνα Il.14.162, E.Hipp. 1183; imper. ἔντῡνον Il.9.203:—also ἐντύω [ῠ], Thgn.196; imper. ἔντυε AP10.118; impf. ἔντυον Il.5.720:—Med., Call.Ap.8: aor. ἐντῡνάμην Hom. (v. infr.):—Pass., A.R.1.235: (ἔντεα):—equip, deck out, get ready, ἔντυεν ἵππους was harnessing them, Il.5.720 (so once in Trag., ἐντύναθ' ἵππους ἄρμασιν E.Hipp.1183); ἔντυον εὐνήν were getting it ready, Od.23.289; δέπας δ' ἔντυνον (aor.1 imper.) ἑκάστῳ prepare the cup, i.e. mix the wine, for each, Il.9.203; λιγυρὴν δ' ἔντυνον ἀοιδήν raise the loud strain, Od.12.183; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν having decked herself well out, Il.14.162; θοίνας ἔντῠον B.Fr.18; ἐ. ὑπόσχεσιν make it good, implement it, A.R.3.737; ὑποσχεσίην ib. 510:—Med., ὄφρα τάχιστα ἐντύνεαι (trisyll.) may'st get thee ready, Od.6.33; ἦλθ' ἐντυναμένη 12.18; μολπήν τε καὶ ἐς χορὸν ἐντύνεσθε Call.Ap.8, cf. Mosch.2.30: more freq. in Hom. c. acc., prepare for oneself, only in the phrases ἐντύνεσθαι ἄριστον, δαῖτα, δεῖπνον, Il.24.124, Od.3.33, 15.500, al.; ἄρμενον ἐντύνασθαι provide one what is needful, Hes.Op.632; ἀγλαΐην A.R.4.1191:—Pass., to be furnished with, τι Id.1.235.    II c. acc., make one ready, urge him on, κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει Thgn.196, cf. Pi.O.3.28: also c. inf., urge to do a thing, Id.P.9.66, N.9.36.

German (Pape)

[Seite 859] auch ἐντύω, gew. nur im imprf., fut. u. aor. ἐντυνῶ u. ἔντυνα (vgl. ἔντεα), zurüsten, zubereiten; ἵππους, die Pferde anschirren, Il. 5, 720; ἐντύναθ' ἵππους ἅρμασιν Eur. Hipp. 1183; εὐνήν, das Bett bereiten, Od. 23, 289; δέπας τινί, den Becher für Jem. zubereiten, ihn mischen, Il. 9, 203; ἀοιδήν, Gesang anheben, Od. 12, 183; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, nachdem sie sich wohl geschmückt hatte, Il. 14, 162; Ζήταν, ausrüsten, Pind. P. 4, 184; ἔντυέ οἱ ἄεθλον, Ap. Rh. 1, 16; ὑπόσχεσιν, ein Versprechen erfüllen, 3, 737; λέχος 3, 40; Hosch. 2, 160 u. a. sp. D.; – ἐπεὶ κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει Theogn. 196, ihn antreibt, wie Pind. Ol. 3, 29; mit dem inf., ἔντυεν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9, 68; N. 9, 37. – Med., sich rüsten, sich fertig machen; ὄφρα τάχιστα ἐντύνεαι Od. 6, 33; 12, 18; ἐς χορὸν ἐντύνεσθε Csilim. Apoll. 1, 8. Gew. für sich bereiten, besorgen, bes. δαῖτα, δεῖπνον, ἄριστον, Od. 3, 33. 15, 500. 16, 2, sich eine Mahlzeit bereiten; ἄρμενον, sich das Erforderliche herbeischaffen, Hes. O. 630; ἐρετμόν Ap. Rh. 1, 1189; ὑποσχεσίην, sein Versprechen erfüllen, 3, 510. – Pass. bei Ap. Rh. 1, 235, ὅσσαπερ ἐντύνονται νῆες, womit die Schiffe ausgerüstet werden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύνω: ῡ, παρατ. ἔντῡνον Ὅμηρ.: μέλλ. ἐντῠνῶ Λυκόφρ. 734: ἀόρ. ἔντῡνα Ἰλ. Ξ. 162, Εὐρ. Ἱππ. 1183: ὡσαύτως ἐντύω ῠ Θέογν. 196· προστ. ἔντυε Ἀνθ. Π. 10. 118· παρατ. ἔντυον Ὁμ.: -Μέσ.: ἀόρ. ἐντυνάμην Ὅμ.: - Παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 235. (ἔντεα). Παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, εὐτρεπίζω. ὡς τὸ ὁπλίζω, ἔντυεν ἵππους Ἰλ. Ε. 720· ἔντυον εὐνὴν Ὀδ. Ψ. 289· δέπας δ’ ἔντυνον (προστακτ. ἀορ. α΄) ἑκάστῳ, «ποτήριον δ’ εὐτρέπισον ἑκάστῳ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 203· λιγυρὴν δ’ ἔντυνον ἀοιδήν, ἤρχισαν νὰ ᾄδωσι μετὰ λιγυρᾶς φωνῆς, Ὀδ. Μ. 183· ἐλθεῖν εἰς Ἴδην εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, καλῶς εὐτρεπίσασαν ἑαυτήν, Ἰλ. Ξ. 162· ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν, ἐκπληροῦσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 737: - Μέσ., ὄφρα τάχιστα ἐντύνεαι (πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλαβον), «κοσμήσειας, πλύνειας, εὐτρεπίσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 33· ἦλθ’ ἐντυναμένη, «παρασκευασαμένη» Μ. 18: - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. συχνότερον ἔχει τὸ μέσ. μετ’ αἰτ., ἑτοιμάζω δι’ ἐμαυτόν, ἀλλὰ μόνον ἐν ταῖς φράσεσιν ἐντύνεσθαι ἄριστον, δαῖτα, δεῖπνον, Ἰλ. Ω. 124, Ὀδ. Γ. 33, Ο. 500· νῆα θοὴν ἅλαδ’ ἑλκέμεν, ἐν δέ τε φόρτον ἄρμενον ἐντύνασθαι, καὶ νὰ βάλῃς εἰς αὐτὴν φορτίον ὅσον πρέπει, οὐχὶ δηλ. περισσότερον τοῦ δέοντος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 630· ὑποσχεσίην πεφυλαγμένος ἐντύναιο, «φυλάττων τὴν ὑπόσχεσιν παρασκευάζου» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 510· ἀγλαΐην, οἵην τε νεόζυγες ἐντύνονται ὁ αὐτ. Δ. 1191· ἐν τῷ παθ., εὐτρεπίζομαι, ὅσσα περ ἐντύνονται ἐπαρτέες ἔνδοθι νῆες ὁ αὐτ. Α. 235. ΙΙ. παραινῶ, ἀναγκάζω, ἐπεὶ κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύνει Θέογν. 196, Πινδ. Ο. 3. 51· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὡς ἄρ’ εἰπὼν (ὁ Χείρων) ἔντυεν (Ἀπόλλωνα) τερπνὰ γάμου κραίνειν τελευτὰν Πινδ. Π. 9. 117, Ν. 9. 86. - Λέξις Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱππ. 1183 ἐν ἐξαποδίᾳ, ἐντύναθ’ ἵππους ἅρμασι.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ἔντυνον, f. ἐντυνῶ, ao. épq. ἔντυνα, pf. inus.
1 garnir, équiper, munir de son attirail : ἵππους EUR harnacher des chevaux ; ἀοιδήν OD composer un chant ; τινά parer ou équiper qqn;
2 préparer, disposer ; exhorter, exciter, acc.;
Moy. ἐντύνομαι;
1 s’équiper, se préparer;
2 préparer pour soi : ἄριστον, δαῖτα, etc. IL se préparer son repas.
Étymologie: ἔντεα.

English (Autenrieth)

(ἔντεα), ipf. ἔντῦνον, ἔντυον, aor. 1 imp. ἔντῦνον, part. ἐντύνᾶσα, mid. subj. 2 sing. ἐντύνεαι, aor. part. ἐντῦνάμενος: harness, Il. 5.720; make ready, mid., for oneself, adorn oneself; of preparing a bed, Od. 23.289; a drink, Il. 9.203; striking up a song, μ 183; mid., δαῖτα, Od. 3.33; ἦλθ' ἐντῦναμένη (Κίρκη), Od. 12.18, cf. Il. 14.162.