πρόβατον

From LSJ
Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβᾰτον Medium diacritics: πρόβατον Low diacritics: πρόβατον Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΝ
Transliteration A: próbaton Transliteration B: probaton Transliteration C: provaton Beta Code: pro/baton

English (LSJ)

τό, freq. in pl. πρόβατα (but also in sg., Cratin.43, Pl. Euthd.302a, etc.); heterocl. dat. πρόβασι Hdn.Gr.1.414, Hsch.:— used (among the Ionians and Dorians) of all four-footed

   A cattle, Hdt. 2.41, etc.; πάντων τῶν π. βόες μάλιστα ἀτονέουσι Hp.Art.8; τὰ ἄλλα π. καὶ ἵππους μάλιστα Hdt.4.61, cf. Pi.Fr.316, IG12(1).677.31 (Rhodes, iv/iii B.C.); of Europa's bull, Simon.28: in Hom. generally of cattle, flocks and herds, Il.14.124, 23.550, h.Merc.571, cf. IG12(7).62.35 (Amorgos, iv B.C.); τὰ π. καὶ καρταίποδα Leg.Gort.4.35; opp. ἄνθρωποι, Hes.Op.558, Hdt.1.203; τὰ λεπτὰ τῶν π. small cattle, i.e. sheep and goats, ib.133, 8.137; τὸ μὲν μέζον π.... τὸ δὲ μεῖον IG5 (2).3.14 (Tegea, iv B.C.); so later, π. ἀπὸ τῶν ἀρνῶν καὶ τῶν ἐρίφων λήψεσθε LXX Ex.12.5: but in Att. Prose and Com. (never in Trag.) almost invariably of sheep, Ar.Av.714, Th.2.14, IG22.1672.289, etc.; ὥσπερ π. βῆ βῆ λέγων βαδίζει Cratin.43; so in later Boeot., IG7.3171.39,44 (Orchom. Boeot.): generally, animals for slaughter, whether for sacrifices, Hdt.6.56; or for food, Id.1.207; cf. Antipho 5.29.    2 prov. of stupid, lazy people, ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar.Nu.1203, cf. V.32: Com. Comp., προβάτου προβάτερον more sheepish than a sheep, dub. cj. in Sophr.122; χρυσοῦν π., = Lat. pecus aurea, as nickname, D.C.59.8: in other provs., τοὺς γευομένους κύνας τῶν π. κατακόπτειν φασὶ δεῖν D.25.40; λέων ἐν προβάτοις Plu.Cleom.33, cf. Plb.5.35.13.    II name of a sea-fish, Opp.H.1.146, 3.139, Ael.NA9.38. (Orig. of small cattle, sheep and goats, which in primitive mixed herds walk in front (προβαίνει) of the larger animals.)

German (Pape)

[Seite 711] τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das Schaf, eigtl. aber und ursprünglich alle vierfüßigen Thiere, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ διπλῆ, ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισθίας, καθὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνθρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Thiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς πολύς, χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort πρόβατον außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein πρόβατον, Simonides aber habe einen Stier πρόβατον genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Thiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; θύουσι δὲ καὶ τἆλλα πρόβατα καὶ ἵππ ους μάλιστα, 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt βοῦς, ἵππος, κάμηλος, ὄνος, 1, 133, τὰς βοῦς τὰς θηλέας προβάτων πάντων μάλιστα μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort πρόβατον gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. Schafe; Plat. vrbdt οἷον βοῦς καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ βοῦς καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον παρέξω, Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβᾰτον: τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πρόβατα, ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Α, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 5, κτλ.)· ἑτερόκλ. δοτικ. πρόβασι, Ἀρκάδ. 138, «πρόβασι· βοσκήμασι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυρίως, πᾶν τὸ βαδίζον ἢ βαῖνον πρὸς τὰ ἐμπρὸς (πᾶν ὅ,τι προβαίνει), ἐν χρήσει (παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Δωριεῦσιν) ἐπὶ παντὸς τετραπόδου βοσκήματος, Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Σιμωνίδ. 249· ἐπὶ ἵππων, Ἡρόδ. 4. 61, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 182-3· παρ’ Ὁμήρῳ καθόλου, ἐπὶ βοσκημάτων, ποιμνίων τε καὶ ἀγελῶν, Ἰλ. Ξ. 124, Ψ. 550, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556, Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἄνθρωποι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 571· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ βοσκήματα, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 1. 133., 8. 137· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. (οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Τραγικ.) σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προβάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 714, Θουκ. 2. 14, κτλ.· ὥσπερ πρόβατον, βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖνος ἔνθ’ ἀνωτ.: ― καθόλου, ἐσφαγμένα ζῷα εἴτε πρὸς θυσίας, Λατ. victimae, Ἡρόδ. 6. 56· εἴτε πρὸς τροφήν, ὁ αὐτ. 1. 207· πρβλ. Ἀντιφῶντα 133. 2. 2) παροιμ., ἐπὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, ἢ κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ ἀνοήτων», ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, πρβλ. Σφ. 32· οὕτως, προβατίου βίος, δηλ. βίος ὀκνηρός, ἀργός, Ἀριστοφ. Πλ. 922· καὶ παρὰ Σώφρονι 96 Ahr. εὑρίσκομεν κωμικὸν συγκριτ., προβάτου προβάτερον, μωρότερον προβάτου· ὡσαύτως, τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν Δημ. 782. 15· λέων ἐν προβάτοις Πλουτ. Κλεομ. 33, πρβλ. Πολύβ. 5. 35, 13. ΙΙ. ὄνομα θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 146, Αἰλ. π. Ζ. 9. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dat. plur. πρόβασι;
I. animal à quatre pieds, p. opp. à ceux qui volent, rampent ou nagent, d’où
1 en gén. bête apprivoisée ; bétail, troupeau de bétail;
2 d’ord. en parl. d’animaux de petit bétail (brebis, chèvres) ; particul. brebis, moutons;
II. sorte de poisson de mer.
Étymologie: προβαίνω.

English (Autenrieth)

(προβαίνω): only pl., cattle, droves or flocks, Il. 14.124 and Il. 23.550.

English (Slater)

πρόβατον
   a pl. cattle προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα (Leonicus: πρὸ πάντων codd. Plutarchi) *fr. 104b. 1.*
   b horse τραπεζαν προβάτων (ἀντὶ τῆς φάτνης Σ: cf. fr. 316 Schr.) fr. 169. 28. test., Aristoph. Byz., fr. 42. Nauck, οὕτω δέ που, φησί, καὶ ἐπὶ τοῦ Πηγάσου ποιεῖ (sc. Πίνδαρος) Sequitur Pegasum a Pindaro πρόβατον appellatum esse fr. 317.