εξάρτηση

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

η (Α ἐξάρτησις) εξαρτώ
το αποτέλεσμα του εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα
νεοελλ.
1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση»)
2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση
3. γραμμ. η σχέση ανάμεσα στον όρο που προσδιορίζει και αυτόν που προσδιορίζεται («εξάρτηση του αντικειμένου από το ρήμα»)
4. (πολιτ.) η υπαγωγή μιας χώρας στον απόλυτο ή μερικό πολιτικοοικονομικό έλεγχο μιας άλλης, χωρίς ενσωμάτωση της πρώτης στη χώρα που ασκεί τον έλεγχο
5. (ψυχολ.) «συναίσθημα εξαρτήσεως» — το συναίσθημα κατά το οποίο το άτομο συναισθάνεται εξαρτημένο είτε από άλλο άτομο (γονέα, διδάσκαλο κ.λπ.) είτε από το άπειρο και υποτάσσεται σε μερικές υπερατομικές αρχές που κείνται έξω από τη βούληση του
6. τεχνολ. συνών. του ανάρτηση
7. (γυμν.) η στήριξη και αιώρηση του σώματος του αθλητή, με τη βοήθεια τών χεριών, από την ξύλινη ή ατσάλινη οριζόντια ράβδο του μονόζυγου ή του δίζυγου, ως προκαταρκτική φάση τών περιστροφών και αναρριχήσεων σε υπερκείμενα κατακόρυφα ή διαγώνια όργανα
αρχ.
1. συνοχή ή συναρμογή τών μερών ενός σώματος μεταξύ τους
2. το κρέμασμα ενός βάρους.