εὐβουλία
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ἡ,
A good counsel, soundness of judgement, prudence, A.Pr.1035, 1038, S.Ant.1050, Th.1.78, Isoc.9.46, Arist.EN1142b6, etc.; περί τινος Pl. Prt.318e: pl., αἱ τῶν προγόνων εὐ. Aeschin.2.75.
II Pythagorean name for three, Theol.Ar.14.
German (Pape)
[Seite 1058] ἡ, das gute Raten, der gute Rat, u. allgem., Klugheit, Aesch. Prom. 1037. 1040; Soph. Ant. 1037. 1085; Eur. Suppl. 173; περί τινος, Plat. Prot. 318 e; Isocr. 1, 34 u. Folgde; im plur., Aesch. 2, 75.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bon conseil, prudence.
Étymologie: εὔβουλος.
Russian (Dvoretsky)
εὐβουλία: ἡ реже pl. здравое суждение, рассудительность, благоразумие Trag., Isocr., Aeschin., Arst., Plut.: εὐ. περὶ τῶν οἰκείων Plat. благоразумие в домашних делах, т. е. умение заботиться о личных интересах.
Greek (Liddell-Scott)
εὐβουλία: ἡ, καλὴ βουλή, εὐθύτης κρίσεως, φρόνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 1035, 1038. Σοφ. Ἀντ. 1050, Θουκ. 1. 78, κ. ἀλλ.· περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 318Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 9, 3.
English (Slater)
εὐβουλία good counsel, wisdom τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει (Pae. 2.50)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐβουλία) εύβουλος
η ορθή σκέψη, η σύνεση, η ορθοφροσύνη
αρχ.
(κατά τους πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού τρία.
Greek Monotonic
εὐβουλία: ἡ, καλή γνώμη, συμβουλή, σύνεση, φρονιμάδα, προνοητικότητα, γνώση, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐβουλία, ἡ,
good counsel, prudence, Aesch., Soph., etc.
English (Woodhouse)
discretion, prudence, good policy, good sense
Lexicon Thucydideum
prudentia, bonum consilium, wisdom, good judgment, 1.78.4, 2.97.1 (de Scythis concerning the Scythians), 3.42.1, 3.43.1.