εὐδιανός
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
εὐδιανή, εὐδιανόν, = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν = a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιᾱνός: (= εὔδιος) греющий, теплый: ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Pind. теплое средство против холодной погоды, т. е. теплый плащ.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)· ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.
English (Slater)
εὐδῐᾱνός warm ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97)
Greek Monolingual
εὐδιανός, -ή, -όν (Α)
εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν» — ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + -ανός (πρβλ. ροδανός, τραγανός)].