καταμελέω

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰμελέω Medium diacritics: καταμελέω Low diacritics: καταμελέω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: katameléō Transliteration B: katameleō Transliteration C: katameleo Beta Code: katamele/w

English (LSJ)

give no heed to, c. gen., ὁδοιπορίης, ἐδωδῆς, Hp.Art. 14, cf. X.Oec.4.7, J.AJ18.6.9 (Med.); neglect, τῶν προσηκόντων ἔργων BGU195.19 (ii A.D.): followed by relat. clause, ὁπόθεν δὲ καταφαγεῖν ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Eup.352: abs., pay no heed, S.Aj.45, 912 (lyr.), Pl.Ti.44c, D.S.29.3 (nisi leg. -μέλλ-), etc.: c. acc., ruin by neglect, μηδὲν κ. X.HG6.2.39; τὰ πράγματα Antipho Soph.76:—Pass., to be neglected, Hp.Art.60: pf. part. κατημελημένος Isoc.12.8.

German (Pape)

[Seite 1363] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben ὀλιγωρέω; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A.

French (Bailly abrégé)

καταμελῶ :
négliger complètement, gén. ; Pass. être complètement négligé, dédaigné.
Étymologie: κατά, ἀμελέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμελέω, Ion. conj. aor. pass. 3 plur. καταμεληθέωσι, abs. onoplettend zijn:; εἰ κατημέλησ’ ἐγώ als ik onoplettend was geweest Soph. Ai. 45; zich niet bekommeren om, met gen.:; πολλῶν καταμελοῦσιν zij bekommeren zich om vele zaken niet Isocr. 3.18; verwaarlozen, met acc.:; τὰ πράγματα καταμελεῖν ὑπὸ οἴνου ἡσσώμενον de zaken verwaarlozen onder invloed van wijn Antiphon B 76; pass.: ὁπόσοι δ’ ἂν καταμεληθέωσι al diegenen die verwaarloosd zijn Hp. Art. 60.50.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰμελέω: полностью пренебрегать, совершенно не обращать внимания (τινος Isocr., Plut.): κἂν ἐξεπράξατ᾽, εἰ κατημέλησ᾽ ἐγώ Soph. (Эант) и осуществил бы (свое намерение), если бы я проявила беззаботность; ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. (Софенет), будучи избран архонтом, проявлял беспечность; περιυβρισθεὶς καὶ καταμελεθείς Plut. оскорбленный презрительным (к себе) отношением.

Greek Monotonic

κατᾰμελέω: μέλ. -ήσω, παραμελώ εντελώς, δεν δίνω καθόλου προσοχή, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., δεν προσέχω, αδιαφορώ, σε Σοφ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰμελέω: ὅλως διόλου ἀμελῶ τινος, δὲν δίδω προσοχήν (πρβλ. ἐξαμελέω), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, τῶν φρουράρχων Ξεν. Οἰκ. 4, 7. ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁπόθεν· δὲ καταφαγεῖν ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10· ἀπολ., δὲν προσέχω, ἀδιαφορῶ, Σοφ. Αἴ. 45, 912, Πλάτ. Τίμ. 44C, κλ.· ἄνευ πτώσ., ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει, δηλ. τῶν ἑαυτοῦ καθηκόντων, Ξεν. Ἀν. 5, 8, 1· μηδὲν κ. μήτε καταρρᾳθυμεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 39· οἱ μὲν καταμελοῦσιν οἱ δὲ ὀλιγωροῦσιν Ἰσοκρ. 3, 18.- Παθ., παραμελοῦμαι, καταφρονοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826: Παθ. πρκμ. κατημελημένος Ἰσοκρ. 234Β· περιυβρισθεῖσα καὶ καταμεληθεῖσα Πλουτ. Ἀντών. 53.

Middle Liddell

fut. ήσω
to take no care of, c. gen., Xen.: absol. to pay no heed, be heedless, Soph., Xen.