κατασβέννυμι

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασβέννῡμι Medium diacritics: κατασβέννυμι Low diacritics: κατασβέννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΒΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katasbénnymi Transliteration B: katasbennymi Transliteration C: katasvennymi Beta Code: katasbe/nnumi

English (LSJ)

or κατασβεννύω, Ion. aor. inf.
A -σβῶσαι Herod.5.39:—put out, quench, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il.21.381, cf. 16.293 (tm.), E. Or.697, etc.: metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? A.Ag.958, cf. Th.584; κ. βοήν, ἔριν, quell noise, strife, S.Aj.1149, OC422; ἀνομίαν Critias 25.40 D.; τὰς ἡδονάς Pl. Lg.838b; τὴν δυσχέρειαν Id.Prt.334c; τὴν ταραχήν X.Cyr.5.3.55; Χολήν Herod. l. c.; κ. τὰ τραύματα heal them, Luc.DMar.11.1.
II Pass., fut. -σβήσομαι (v. infr.), with aor. 2 and pf. Act., go out, be quenched, καιόμενον τὸν Χρυσὸν κατασβῆναι (aor. 2) Hdt.4.5; κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Id.1.87; ὁ κάνθαρος (i.e. the Sun) -σβήσεται PMag.Lend.V.2.18: metaph., κλαυμάτων πηγαὶ… κατεσβήκασι A.Ag. 888; of tumours, κατέσβη Hp.Epid.1.1; κατασβεννύμενος, of passion, Pl.R. 411c; κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν Plu.2.168f; of the wind, Id.Tim.19.

German (Pape)

[Seite 1377] (s. σβέννυμι), auslöschen; κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il. 21, 381, öfter in tmesi; erschöpfen, austrocknen, θάλασσαν Aesch. Ag. 932, πηγήν Spt. 556; perf. intrans., κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασι, sind versiegt, Ag. 862; πῦρ κατασβέσεις Ar. Lys. 375. Übertr., χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν, das Geschrei stillen, Soph. Ai. 1128; ἔριν O. C. 423; σμικρὸν ῥῆμα κατασβέννυσι τὰς ἡδονάς Plat. Legg. VIII, 838 b; τὴν δυσχέρειαν κατασβέσαι Prot. 334 c; ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενόν τε καὶ κατασβεννύμενον θυμόν Rep. III, 411 c; κατασβεσθέν Tim. 49 c; τὴν ταραχήν Xen. Cyr. 5, 3, 55; κατέσβεστο Plut. Ant. 83. – Intrans. aor. II., καιόμενον τὸν χρυσὸν κατασβῆναι Her. 4, 5; perf. s. oben.

French (Bailly abrégé)

f. κατασβέσω;
1 tr. éteindre : πῦρ IL du feu ; fig. θάλασσαν ESCHL dessécher la mer ; βοήν SOPH, ταραχήν XÉN étouffer un cri, faire cesser un querelle, un tumulte;
2 intr. (à l'ao.2 κατέσβην, au pf. κατέσβηκα et au Pass.) s'éteindre;
Moy. κατασβέννυμαι s'éteindre.
Étymologie: κατά, σβέννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σβέννυμι en κατα-σβεννύω act. met acc. blussen, doven:; Ἥφαιστος δὲ κατέσβεσε... πῦρ en Hephaestus bluste het vuur Il. 21.381; overdr. uitblussen, onderdrukken:. κ. βοήν geschreeuw smoren Soph. Ai. 1149; κ. ἡδονάς genoegens onderdrukken Plat. Lg. 838b; κατάσβεσον τὰ τραύματα blus mijn brandende wonden Luc. 78.10.1. pass. intrans., met stamaor. en perf. κατέσβηκα, uitdoven, uitgaan:; κατασβεσθῆναι... τὴν πυρήν de brandstapel doofde Hdt. 1.87.2; overdr.:; πηγαὶ κατεσβήκασιν de bronnen liggen droog Aeschl. Ag. 888; τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον de wind die was gaan liggen Plut. Tim. 19.6; geneesk. tot rust komen (ontsteking, zwelling).

Russian (Dvoretsky)

κατασβέννῡμι: и κατασβεννύω (в знач. pass.: aor. 2 κατέσβην, pf. κατέσβηκα)
1 гасить, тушить (πῦρ Hom., Arst.); pass. угасать, гаснуть: κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Her. (говорят, что) костер погас;
2 осушать (θάλασσαν, πηγήν Aesch.); pass. высыхать, иссякать: κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch. источники слез иссякли, т. е. нет больше слез;
3 подавлять, успокаивать, унимать (ἔριν Soph.; τὴν ταραχήν Xen., Plut.; τὰς ἡδονάς Plat.); заглушать (τὴν πολλὴν βοήν Soph.; τὴν δυσχέρειαν Plat.): ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος (ὁ θυμός) Plat. характер, быстро возбуждающийся из-за мелочей и (снова) успокаивающийся;
4 исцелять, лечить (τὰ τραύματα Luc.).

Greek Monolingual

(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κατασβέννῡμι: ή -ύω, μέλ. -σβέσω,
I. κατασβήνω, καταστέλλω, Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; ποιος θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· κ. βοήν, ἔριν, καταπαύω θόρυβο, σταματώ τη διαμάχη, σε Σοφ.
II. Παθ., αόρ. αʹ κατ-εσβήθην, με απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ κατέσβην, απαρ. κατα-σβῆναι, παρακ. Ενεργ. κατ-έσβηκα· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., κλαμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασβέννῡμι: -ύω: μέλλ. -σβέσω. Ἐντελῶς «σβύνω», Λατ. extinguere, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Φ. 381, πρβλ. Π. 293, Ω. 791, Εὐρ.· τοὺς λύχνους κατασβέσας Ἀριστοφ. Σφ. 225, κλ.·― μεταφορ., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; τίς θὰ τὴν ἀποξηράνῃ; (πρβλ. ἄσβεστος πόρος Πρ. 452), Αἰσχύλ. Ἀγ. 958, πρβλ. Θήβ. 584· κ. βοήν, ἔριν, καταπαύω θόρυβον, ἔριν, Σοφ. Αἴ. 1149, Ο. Κ. 422· ἀνομίαν Κριτίας 9. 40· τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 838Β· τὴν δυσχέρειαν Πρωτ. 334C· τὴν ταραχὴν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55· κ. τὰ τραύματα, θεραπεύω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1· αἱ ἀθυμίαι κ. τὰς ἐλπίδας Πλουτ. Ἠθ. 129Β· λοιδορίαν κατασβέσαι 713Ε. ΙΙ. Παθ., κατασβεσθῆναι τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 1. 87·― μετὰ παθ. σημασ. καὶ ὁ ἀόρ. κατέσβην καὶ ὁ πρκμ. κατέσβηκα, ὁ χρυσὸς κατέσβη, ἀντίθ. καίεσθαι, Ἡρόδ. 4, 5·― μεταφορ., κλαυμάτων πηγαὶ… κατεσβήκασι, τὰ δάκρυα ἐξηράνθησαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 888· ἐπὶ πυρετοῦ, κατέσβη Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 938· ἀντίθετ. τῷ ἐρεθίζομαι, ἀπὸ μικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος θυμὸς Πλάτ. Πολ. 411C· ἐξαθυμήσας καὶ κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν ἑαυτὸν ἀπέσφαξεν, κατασβεσθεισῶν τῶν ἐλπίδων…, Πλούτ. 2. 168F· κατέσβεστο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 83· περὶ τοῦ ἀνέμου ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19.

Middle Liddell

or -ύω fut. -σβέσω
I. to put out, quench, Lat. extinguere, Il., Eur., etc.:—metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? Aesch.; κ. βοήν, ἔριν to quell noise, strife, Soph.
II. Pass., aor1 κατ-εσβήθην, with intr. aor2 act. κατέσβην, inf. κατα-σβῆναι, perf. act. κατ-έσβηκα;— to go out, be quenched, Hdt.:—metaph., κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch.