κλίσις
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, (κλίνω)
A bending, inclination, τραχήλου Plu.Pyrrh. 8; sinking of the sun, D.P.1095; ἀκτίνων ἰθεῖαν κ. Id.585; bend of a river or tunnel, Agatharch.23, 25.
II lying down, ἄρθρων E.Tr. 114 (anap.); place for lying on, μαλακὴ κ. ὕπνον ἑλέσθαι Opp.H.1.25.
2 = κλισία IV, Hp.Epid.7.77: pl., Ruf.Ren.Ves.1.
III turning, of soldiers, ἐπὶ δόρυ ποιεῖσθαι τὴν κλίσιν = to the right, ἐφ' ἡνίαν (or ἐπ' ἀσπίδα Ael.Tact.32) to the left, Plb.3.115.10, 10.23.2, etc.; expld. as ἡ κατ' ἄνδρα κίνησις Ascl.Tact.10.2.
IV region, dime, D.P. 615.
V inflection of nouns and verbs, D.T.632.8 (pl.), A.D.Pron. 12.14, al.; αἱ κατὰ πρόσωπον κ. Id.Synt.130.16.
b augment, EM 23.53.
German (Pape)
[Seite 1455] ἡ, die Biegung, Neigung; τραχήλου Plut. Pyrrh. 8; ἠελίοιο, das Sinken der Sonne zum Untergange, D. Per. 1095. Im Tactischen, Bewegungen, Schwenkungen, κλίσεις ἐφ' ἡνίαν καὶ πάλιν ἐπὶ δόρυ, d. i. nach links u. rechts, Pol. 10, 21, 1, vgl. 3, 115, 10. – Das Liegen, das Lager; Eur. Troad. 113; ποῖαί τε χθαμαλαί, μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι Opp. H. 1, 25. – Bei den Gramm. die Abwandlung, sowohl Deklination als Conjugation. – Auch wie κλίμα, die Gegend, D. Per. 615.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 inclinaison;
2 t. de gramm. flexion, déclinaison, conjugaison.
Étymologie: R. Κλι, v. κλίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλίσις -εως, ἡ [κλίνω] buiging:. ἡ εἰς γόνυ κλίσις de kniebuiging Plut. Ant. 45.5. het liggen, liggende houding:. τῆς βαρυδαίμονος ἄρθρων κλίσεως vanwege de rampzalige ligging van mijn ledematen Eur. Tr. 113.
Russian (Dvoretsky)
κλίσις: εως (ῐ) ἡ
1 наклонение, нагибание (τοῦ τραχήλου Plut.);
2 лежание Eur.;
3 поворот: κ. ἐπὶ δόρυ Polyb. поворот направо (см. κλίνω 17);
4 грам. морфологическое изменение слова, флексия (склонение или спряжение).
Greek Monotonic
κλίσις: [ῐ], -εως, ἡ (κλίνω),
I. κλίση, ροπή, γέρσιμο, ρήξη, τοῦ τραχήλου, σε Πλούτ.
II. ανάπαυση, κατάκλιση, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κλίσις: ῐ, εως, ἡ, (κλίνω) κάμψις, λύγισμα, τοῦ τραχήλου Πλουτ. Πύρρ. 8· ἡ ἀπόκλισις, δύσις τοῦ ἡλίου, Διον. Π. 1095, πρβλ. 585. ΙΙ. τὸ κατακλίνεσθαι, Εὐρ. Τρῳ. 113· τόπος ἐν ᾧ τις δύναται νὰ κατακλιθῇ, μαλακὴ κλ. ὕπνον ἑλέσθαι Ὀππ. Ἁλ. 1. 25. ΙΙΙ. στροφή, ἐπὶ στρατιωτῶν, τὴν κλίσιν ποιεῖσθαι ἐπὶ δόρυ, πρὸς δεξιά, ἐφ’ ἡνίαν (ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Αἰν. Τακτ.) πρὸς ἀριστερά, Πολύβ. 3. 115, 10., 10. 23, 1, κτλ.· πρβλ. κλίνω IV. 2. ΙV. = κλῖμα ΙΙ, Διον. Π. 615. V. «κλίσις», ὀνομάτων καὶ ῥημάτων, σχηματισμός, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 317, κτλ.· οὕτω, τὸ κλιτικὸν μέρος αὐτόθι 180.
Middle Liddell
κλῐ́σις, εως κλίνω
I. a bending, inclination, τοῦ τραχήλου Plut.
II. a lying down, lying, Eur.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κλίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.