μοιράω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιράω Medium diacritics: μοιράω Low diacritics: μοιράω Capitals: ΜΟΙΡΑΩ
Transliteration A: moiráō Transliteration B: moiraō Transliteration C: moirao Beta Code: moira/w

English (LSJ)

(μοῖρα)
A share, divide, distribute, κρέα Luc.Prom.6:—Med., divide among themselves, ἐμοιράσαντο… κτήματα A.Th.907 (lyr.):—Med., also, have assigned one, receive for one's lot, c. acc., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο Naumach. ap. Stob.4.23.7: c. gen., ὅσα ψυχῆς μεμοίρατυι Ph.2.400, cf. Phalar.Ep.104; οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα non-enclitics, A.D.Adv.131.24:—Pass., to be assigned, τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (like εἵμαρται, v. μείρομαι) Alciphr.1.25; τὰ μεμοιραμένα Hp.Ep.26, Luc.Deor.Conc.13.
II Med., ἐμοιρήσαντο χαίτας divided, i.e. tore their hair, A.R.4.1533.
III Pass., melt, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα χαλβάνη, v.l. for ζωγρηθεῖσα, Nic.Th.51.

German (Pape)

[Seite 198] zerteilen, verteilen, Hesych. erkl. μερίσαι ἢ διελεῖν; im med., ἐμοιράσαντο δ' ὀξυκάρδιοι κτήματα, Aesch. Spt. 889; χαίτας ἐμοιρήσαντο, sie zerrauften sich die Haare, Ap. Rh. 4, 1533; ἐπὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα, Nic. Ther. 51; ἐκ θεῶν μεμοιραμένη νόσος erkl. Schol. Ap. Rh. 3, 676 θευμορίη νοῦσος. – Med. auch als seinen Anteil erlangen, λαχεῖν, Hesych., nur bei Sp., sowohl c. gen. als c. accus.

French (Bailly abrégé)

μοιρῶ :
f. μοιράσω;
Pass. pf. μεμοίραμαι ou μεμοίρασμαι;
partager, diviser, acc.;
Moy. μοιράομαι, μοιρῶμαι partager pour soi : τι, se partager qch.
Étymologie: μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

μοιράω: тж. med. делить, разделять, распределять (κρέα Luc.; μοιρᾶσθαι κτήματα Aesch.): τὰ μεμοιραμένα Luc. предопределения (судьбы), участи, судьбы.

Greek (Liddell-Scott)

μοιράω: μέλλ. -άσω· [ᾱ], Ἰων. -ήσω· (μοῖρα). Μοιράζω διανέμω, κρέα Λουκ. Προμ. 6· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, ἐμοιράσαντο... κτήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 907· - Μέσ. ὡσαύτως, λαμβάνω τι ὡς μερίδιόν μου, λαμβάνω τι ὡς τύχην μου ἢ κλῆρόν μου, Λατ. sortiri, μετ’ αἰτ., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο, φέρειν καὶ τοῦτον ἀνάγκη Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 437. 54· μετὰ γεν., ὅσα ψυχῆς μεμοίραται Φίλων περὶ Κοσμοποιΐας 18, πρβλ. Φάλαρ. 40· - Παθ., τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (ὡς τὸ εἵμαρται, ἴδε ἐν λ. μείρομαι), εἶναι πεπρωμένον εἰς ἡμᾶς, εἶναι τὸ «γραφτό μας», Ἀλκίφρων 1. 25· τὰ μεμοιραμένα Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 13. ΙΙ. Μέσ., χαίτας ἐμοιρήσαντο, ἐξέσπασαν τὰς τρίχας των, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1533. ΙΙΙ. Παθ., τήκομαι, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσαι χαλβάνη Νικ. Θ. 51.

Greek Monotonic

μοιράω: (μοῖρα), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω· μοιράζω, διαιρώ, διανέμω, σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν αναμεταξύ τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.

Middle Liddell

μοιράω, μοῖρα
to share, divide, distribute, Luc.; Mid. to divide among themselves, Aesch.:—Pass. to be allotted, Luc.