παλίνορσος
English (LSJ)
παλίνορσον, backwards, back, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Il.3.33, cf. Emp.35.1; ἄγε νῆα… π. ἐς Ἑλλάδα A.R.1.416; π. φορή retrograde movement, Aret.SA2.5; recurrent, ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ Id.CD1.5: neut. as adverb, back again, AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, with a backward wrench, Ar.Ach.1179. (-ορσος prob. = ὄρρος, cf. παλιμπυγηδόν.)
German (Pape)
[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance en arrière, qui revient vivement sur ses pas, qui recule.
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίνορσος -ον, Att. ook παλίνορρος [πάλιν, ὄρνυμαι] achterwaarts, terugdeinzend; uitbr. naar achteren verdraaid, verzwikt. Aristoph. Ach. 1179.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίνορσος: (ῐ) Hom. = παλινόρμενος.
English (Autenrieth)
(ὄρνῦμι): springing back, recoiling, Il. 3.33†.
Greek Monolingual
παλίνορσος, -ον (ΑΜ, Α και παλίνορτος, -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)
αυτός που ορμά ή τινάζεται προς τα πίσω
αρχ.
1. αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῦσος παλίνορσος ὀφθῇ», Αρετ.)
2. αυτός που ορμά πάλι
3. (το ουδ. ως επίρρ.) α) παλίνορσον
πάλι προς τα πίσω
β) (αττ. τ.) παλίνορρον
με βίαιο τιναγμό προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ορσος / -ορτος (βλ. λ. όρνυμι), πρβλ. θέορτος].
Greek Monotonic
πᾰλίνορσος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που τινάσσεται προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., πίσω ξανά, σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με τίναγμα προς τα πίσω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνορσος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. παλινόρμενος, παλίνορτος· - ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., πάλιν ὀπίσω, Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).
Middle Liddell
πᾰλίν-ορσος, ον, ὄρνυμι
starting back, Il.:—neut. as adv. back again, Anth.; Attic παλίνορρον, with a backward wrench, Ar.