σμαράγδινος
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
English (LSJ)
η, ον,
A emerald, smaragdine, of smaragdus, (λίθος) Apoc.4.3, cf. Jul.Or.2.101c.
II smaragdus-green, Cels.5.19.4, CPR27.8 (ii A.D.); written ζμαράγδινος in PHamb.10.25 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 910] smaragden, smaragdgrün, N.T.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'un vert émeraude.
Étymologie: σμάραγδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμαράγδινος -η -ον [σμάραγδος] van smaragd.
Russian (Dvoretsky)
σμαράγδινος: смарагдовый NT.
Greek (Liddell-Scott)
σμᾰράγδῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ σμαράγδου, λίθος Ἀποκάλ. δ΄, 3. ΙΙ. πράσινος ὡς σμάραγδος, παρὰ Κελσ. 5. 18.
English (Strong)
from σμάραγδος; consisting of emerald: emerald.
English (Thayer)
σμαραγδινη, σμαραγδινον (σμάραγδος, cf. ἀμεθύστινος, ὑακίνθινος, etc.), of emerald, made of emerald, (see the following word): namely, λίθος, Lucian)).
Greek Monolingual
-η, -ο / σμαράγδινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
1. κατασκευασμένος από σμάραγδο ή πεποικιλμένος με σμαράγδια
2. αυτός που έχει το βαθυπράσινο χρώμα του σμαράγδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
Greek Monotonic
σμᾰράγδῐνος: -η, -ον, αυτός που προέρχεται, που είναι φτιαγμένος από σμαράγδι, σμαραγδένιος, βαθυπράσινος, σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:smar£gdinoj 士馬拉格笛挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:翡翠
字義溯源:翡翠組成的,翡翠作的,綠寶石;源自(σμάραγδος)*=翡翠,綠寶石)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 綠寶石(1) 啓4:3