συντελής

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελής Medium diacritics: συντελής Low diacritics: συντελής Capitals: ΣΥΝΤΕΛΗΣ
Transliteration A: syntelḗs Transliteration B: syntelēs Transliteration C: syntelis Beta Code: suntelh/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, and συντελής, συντελές,
A joining in the payment of taxes, etc., contributor, Antipho Fr.56; ἕκτος καὶ δέκατος συντελής D.18.104; οὐδὲ τριηράρχους ἔτ' ὠνόμαζον ἑαυτούς, ἀλλὰ συντελεῖς ibid.; διακοσίους καὶ χιλίους πεποιήκατε συντελεῖς Id.21.155, cf. Poll.8.156; συντελὴς τινός with another, IG22.1631.525, al.: c. dat., αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῖς οὖσαι ἀπέδοσαν ib.12.214.24: metaph., Πάρις... οὔτε συντελὴς πόλις neither Paris nor his associate city, A.Ag.532; θεοὺς τοὺς συμβώμους καὶ συντελεῖς Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.).
II generally, contributory, ἡ κοιλία καὶ τὰ συντελῆ μόρια Arist.PA674a22: cf. συντελέω II.2.
III united to a state, Σηλυμβρίαν ὡς αὑτοὺς συντελῆ ποιεῖν D.15.26; οἱ συντελεῖς Aristid.1.141 J.
IV τὸ παρῳχημένον καὶ συντελὲς τοῦ χρόνου past and completed time, opp. παράτασις, A.D.Synt.252.9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
membre d'une association de contribuables (v. συντέλεια) payant la taxe en commun ; fig. qui expie avec.
Étymologie: σύν, τέλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντελής -ές [συντελέω 2] belastingplichtig; overdr.. συντελὴς πόλις de stad die mede moest boeten Aeschl. Ag. 532.

German (Pape)

ές,
a mit, zusammen Abgaben entrichtend, zu einer συντέλεια gehörend; δυοῖν ἐφάνη τριήραρχος ὁ τῆς μιᾶς ἕκτος καὶ δέκατος πρότερον συντελής, der vorher zu einem Schiffe mitsteuerte, Dem. 18.104; vgl. 21.155; und Harp.; so auch πόλις συντελής Aesch. Ag. 518 zu nehmen, die mit büßen muß (mit Paris); – daherzu derselben Bürgerklasse gehörig; und allgemeiner, περὶ διαφορᾶς τῆς κοιλίας καὶ τῶν συντελῶν μορίων, und der dazu gehörigen Teile, Arist. part.anim. 3.14.
b zinsbar, tributpflichtig an einen andern Staat, ihm unterwürfig; πόλιν ὡς αὐτοὺς συντελῆ ποιεῖν, sich eine Stadt zinsbar machen, Dem. 15.26, und Sp.

Russian (Dvoretsky)

συντελής:
1 платящий вместе дань (πόλις Dem.);
2 сюда относящийся, сопринадлежный, придаточный (τὰ μόρια Arst.): (οὔτε) Πάρις, οὔτε σ. πόλις Aesch. ни Парис, ни город, с которым он связан.
οῦς ὁ и ἡ
1 соплательщик, член синтелии (см. συντέλεια
3 Dem.;
2 данник Dem.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῖς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.)
2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον
3. αυτός που συνεργεί σε κάτι
4. μτφ. συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις ἐξεύχεται τὸ δρᾱμα τοῦ πάθους πλέον», Αισχύλ.)
5. φρ. «τὸ παρῳχημένον και συντελὲς τοῦ χρόνου» — το διάστημα εκείνο του χρόνου που έχει παρέλθει (Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τελής (< τέλος), πρβλ. διατελής, ὑποτελής].

Greek Monotonic

συντελής: ὁ, ἡ (τέλος),·
I. 1. αυτός που πληρώνει φόρους από κοινού με άλλους, που συνεισφέρει στη δημόσια φορολογία, από κοινού φορολογούμενος, σε Δημ.
2. αυτός που ανήκει στην ίδια συντέλεια (II), δηλ. την ίδια κοινωνικο-οικονομική τάξη ή στον ίδιο σύλλογο με κάποιον άλλον, στον ίδ.· μεταφ., (οὔτε) Πάρις, οὔτε συντελὴς πόλις, ούτε ο Πάρις ούτε η πόλη που συνδέεται μ' αυτόν, σε Αισχύλ.
II. αυτός που καταβάλλει φόρο σε κάποιον άλλον, ο φόρου υποτελής, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συντελής: ὁ, ἡ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ τελῶν, πληρώνων φόρους, συνεισφέρων εἰς πληρωμήν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἀρποκρ.· ἕκτος καὶ δέκατος σ. Δημ. 261· 3· συντελεῖς αὐτόθι 5. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐτὴν συντέλειαν (ΙΙ) ἢ σύλλογον, ὁ αὐτ. 564. 27, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 156· σ. τινος, μετά τινος ἄλλου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Urkund. σελ. 547, 550 κἑξ.· ― μεταφ., (οὔτε) Πάρις..., οὔτε σ. πόλις, οὔτε ὁ Πάρις... οὔτε ἡ μετ’ αὐτοῦ συνδεδεμένη πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 532. ΙΙ. καθόλου, συνεργῶν μετά τινος, ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 3, πρβλ. συντελέω ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ πληρώνων φόρον εἰς ἕτερον, ὑποτελής, πόλιν εἰς αὐτοὺς συντελῆ ποιεῖν Δημ. 198. 15· οἱ συντελεῖς Ἀριστείδ. 1. 141, πρβλ. συντελέω ΙΙΙ 2.

Middle Liddell

συν-τελής, οῦ, ὁ, τέλος
I. joining in payment, a contributor, Dem.
2. belonging to the same συντέλεια (II) or company, Dem.:—metaph., οὔτε Πάρις, οὔτε ς. πόλις neither Paris nor his associate city, Aesch.
II. tributary, Dem.

English (Woodhouse)

paying taxes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)