σχένδυλα

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχένδῡλα Medium diacritics: σχένδυλα Low diacritics: σχένδυλα Capitals: ΣΧΕΝΔΥΛΑ
Transliteration A: schéndyla Transliteration B: schendyla Transliteration C: schendyla Beta Code: sxe/ndula

English (LSJ)

ἡ, a ship-carpenter's and blacksmith's tool, perhaps a pair of pincers or pair of tongs, ναυπηγοῖς σ. AP11.203 (κενδυλα cod.): also σχενδύλη, IG22.1672.102, Hsch. s.v. σχενδυλόληπτοι. Hsch. also cites σχενδῡλάω (ibid.); the Dim. σκενδύλιον (q.v.) implies a form σκενδύλη which is not found.

German (Pape)

[Seite 1054] ἡ, auch σχενδύλη, ein Werkzeug der Schiffszimmerleute und Schmiede, vielleicht Zange, Zwinge, Ep. ad. 90 (XI, 2031; χαλκευτικὸν ὄργανον, Hesych.; scheint mit ἔχω, σχεῖν zusammenzuhangen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de tenailles de charpentier.
Étymologie: σχεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

σχένδῡλα: ἡ, ἐργαλεῖον ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, ἴσως λαβίς, «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν).

Greek Monolingual

και σχενδύλη, η, ΝΑ
νεοελλ.
είδος μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη συγκράτηση μικρών αντικειμένων
αρχ.
πιθ. είδος λαβίδας, τανάλιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύλη (πρβλ. κορδύλη). Το δασύ ουρανικό σύμφωνο του τ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω» (< χενδσ-, πρβλ. μέλλ. χείσομαι, ενώ το αρκτικό σ- της λ. οφείλεται σε επίδραση του θ. σχ- του ἔχω (πρβλ. αόρ. -σχ-ον)].

Greek Monotonic

σχένδῡλα: ἡ (σχεῖν), εργαλείο ξυλουργού ή σιδηρουργού, λαβίδα ή τανάλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

σχένδῡλα, ἡ, σχεῖν
a pair of pincers or tongs, Anth.