ἀναταράσσω
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
Att. ἀναταράττω, dial. ἀνταράσσω
A churn up, stir up the mud, Arist.HA620b16:—Pass., οὖρα ἀνατεταραγμένα thick urine, Hp.Aph.4.70, cf. Epid.1.26.δ.
II rouse to frenzy, S.Tr.218; confound, Pl.Phd. 88c:—Pass., ἀνατεταραγμένος πορεύεσθαι = march in disorder, X.An.1.7.20.
Spanish (DGE)
(ἀνατᾰράσσω) • Alolema(s): poét. ἀντ- Sol.25.7
I 1batir, γάλα Sol.l.c.
•turbar, agitar (el mar), Tim.15.75
•esp. de medicinas y remedios batir, agitar, remover Hp.Nat.Mul.59, Mul.1.74, 104
•en v. med.-pas., de la orina (οὖρον) οἶον γίνεται ἐκ τῶν καθισταμένων, ὅταν ἀναταραχθῇ (orina) cual queda por los sedimentos cuando se revuelve Hp.Epid.1.26.4, 11
•en v. pas. οὖρα ἀνατεταραγμένα orinas turbias Hp.Aph.4.70, τεταραγμένον de un ejército, X.An.1.7.20
•abs. de fondos arenosos o de barros ὅταν οὖν ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ... ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν cuando se oculta en los fondos arenosos removiéndolos Arist.HA 620b16.
2 remover κοιλίην Hp.Int.26
•producir κίνησιν Pl.Ti.80b
•en v. med.-pas. alterarse ἢν ... ἀναταραχθῇ τὶ αἷμα ... ἡ φρόνησις ἐξαπόλλυται Hp.Flat.14.
II fig.
1 excitar, trastornar, enloquecer μ' ἀναταράσσει ... ὁ κισσός de Dioniso, S.Tr.218.
2 turbar, preocupar, inquietar ἡμᾶς Pl.Phd.88c, en v. pas. (ψυχαί) ἀναταραχθεῖσαι ... ὑπὸ παθῶν Plu.2.591d, cf. Aq.Ps.38.3.
German (Pape)
[Seite 210] (s. ταράσσω), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; στράτευμα ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp.
French (Bailly abrégé)
troubler profondément ; ἀνατεταραγμένον πορεύεσθαι XÉN marcher en désordre en parl. d'une armée.
Étymologie: ἀνά, ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατᾰράσσω: атт. ἀνατᾰράττω
1 мутить, взбалтывать (sc. τὰ θολώδη Arst.);
2 приводить в неистовство, возбуждать (τινά Eur.);
3 смущать (ὑπὸ τοῦ ἔμπροσθεν λόγου πεπεισμένους Plat.);
4 приводить в беспорядок, расстраивать (στράτευμα ἀνατεταραγμένον Xen.; ἀναταραχθεῖσαι πόλεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναταράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, ὅταν ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἐξερεθίζω, προξενῶ ἔξαψιν, διεγείρω εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― συγχέω, Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ στράτευμα] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.
Greek Monolingual
βλ. αναταράζω.
Greek Monotonic
ἀνατᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακατώνω, αναταράζω, οδηγώ σε μανία, εξερεθίζω, προξενώ έξαψη, σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., ἀνατεταραγμένος, σε αταξία, σε Ξεν.
Middle Liddell
to disturb greatly, rouse to frenzy, confound, Soph., Plat.:—Pass., ἀνατεταραγμένος in disorder, Xen.
Léxico de magia
revolver Ζμύρνα, Ζμύρνα, ... ἡ ποταμοὺς καὶ ὄρη ἀναταράξασα Mirra, Mirra, tú que revuelves ríos y montes (en un encantamiento con mirra) P XXXVI 336