ἀφορμάω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
Dor. part. dat. ἀφορμίοντι (ἀφορμιῶντι codd.) Archyt. ap. D.L.3.22:—
A make to start from a place:—Pass., start, depart, ναῦφιν Il.2.794, cf. Od.2.375, 4.748, Sapph.Supp.6.7, etc.: c. gen., from a place, οἷον ἆρ' ὁδοῦ τέλος Ἄρλους ἀφωρμήθημεν S.OC1401; δόμων E. Or.844; ἐκ Κεγχρειῶν Th.8.10; to a place, δεῦρο Ar.Nu.607.
II intr. in Act. in same sense as Pass., ἀ. χθονός E.Rh.98; ἐκ δόμων Id.Tr.939, cf. Th.4.78; οἴκαδε Aeschin.2.40; εἰς Λιβύην Plb.1.39.1; of lightning, to break forth, S.OC1470(lyr.): c. acc. cogn., τί τήνδ' . . ἀφορμᾷς πεῖραν; Id.Aj.290.
2 feel aversion, opp. ὁρμάω, Arr.Epict. 1.4.14, Simp.in Epict.p.22D.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. ἀπορμάω Sapph.17.7; dór. ἀφορμίω Ps.Archyt.Pyth.Hell.45.26
I 1partir, ponerse en marcha en v. med.-pas. ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί Il.2.794, πρὶν ... ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι Od.2.375, 4.478, μένοντί τε καὶ ἀφορμίοντι para su estancia y su partida Ps.Archyt.l.c., cf. Th.7.74, Plb.15.4.4, Opp.H.1.205, c. gen. o adv. de procedencia ἔνθεν δ' ἀφορμαθέντες Pi.Fr.119.2, Ἄργους ἀφωρμήθημεν S.OC 1401, τῆσδ' ἀ. χθόνος E.Med.1237, ἐκ τῶν Κεγχρείων ἀ. Th.8.10, cf. E.Or.844, Rh.98, Tr.939, Th.4.78, X.HG 7.5.7, c. adv. o ac. direcc. τυίδ' ἀπορμάθεντες Sapph.l.c., δεῦρ' ἀφορμᾶσθαι Ar.Nu.607, ἀ. οἴκαδε Aeschin.2.40, ἀ. πρὸς τούτους Plb.18.25.5, εἰς τοὐπίσω ἀ. 1Ep.Clem.25.4, c. ambas indic. de lugar ἀφώρμησαν ἐντεῦθεν εἰς τὴν Λιβύην Plb.1.39.1.
2 abrirse paso, irrumpir del rayo οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' S.OC 1470
•medic. de las ramificaciones de las venas menores partir, salir, abrirse paso ἡ δὲ ἐς τὸ ἄλλο ἑξῆς ἀφωρμήκει σμικρὸν κάτωθεν φρενῶν la otra sin solución de continuidad parte hacia el resto (del hígado) un poco por debajo del diafragma Hp.Epid.2.4.1, Oss.10, τὰ τρέφοντα τοὺς ὄρχεις ἀγγεῖα τῶν αὐτῶν ἀφώρμηται φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν Gal.4.636, cf. 170, 171
•fig. tomar como punto de partida, lanzarse βίβλον, ἔνθεν ἀφορμηθεὶς τιμαιογραφεῖν ἐδιδάχθης SHell.828 (ap. crít.), cf. Numen.25.83.
2 c. ac. int. emprender τί τήνδ' ... ἀφορμᾷς πεῖραν; S.Ai.290.
II en fil. estoica op. ὁρμάω = sentir repulsión Arr.Epict.1.4.14, Simp.in Epict.p.22.
German (Pape)
[Seite 414] aufbrechen, wegeilen, ἔκ τινος Eur. Tr. 939; Thuc. 4, 78; Xen. Hell. 7, 5, 7; τῆς χθονός, aus dem Lande, Eur. Rhes. 98. Oft bei Pol.; Hom. hat inderselben Bdtg aor. pass., Iliad. 2, 794 ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν, Od. 2, 375. 4, 748 ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι; Pind. frg. 84; Ar. Nub. 587; Thuc. 7, 75; vgl. Pol. 1, 39, wo ἀφώρμησαν, von Schiffen gesagt, nicht auf ἀφορμέω zurückzuführen ist; Soph. O. C. 1403; οὐ γὰρ ἅλι' ἀφορμᾷ ποτε, vom Blitze, 1468; τί τήνδε ἀφορμᾷς πεῖραν Ai. 283, was brichst du auf zu solchem Unternehmen?
French (Bailly abrégé)
ἀφορμῶ :
f. ἀφορμήσω;
1 s'élancer, jaillir;
2 p. ext. s'éloigner ; avec un acc. ἀφ. πεῖραν SOPH se lancer dans une tentative;
Moy. ἀφορμάομαι, ἀφορμῶμαι (ao. Pass. ἀφωρμήθην) s'élancer ; simpl. s'éloigner, partir, τινος ou ἔκ τινος.
Étymologie: ἀφορμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀφορμάω: тж. med. (с aor. ἀφωρμήθην) устремляться или отправляться, уходить (χθονός, ἐκ δόμων, med. δόμων Eur.; med. ἐκ τῶν Κεγχρειῶν Thuc.): ἀ. πεῖραν Soph. бросаться в бой; οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ (ἀστραπή) Soph. ибо не напрасно падает молния; ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι Hom. услышать о (его) отъезде.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορμάω: Δωρ. μετοχ. δοτ. ἀφορμίοντι (κοιν. -ιῶντι) Ἀρχύτας παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐξορμῶ, «ξεκινῶ», δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 794· ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι Ὀδ. Β. 375., Δ. 748, καὶ Ἀττ.· μετὰ γεν. ἀπό τινος τόπου, οἷον ἆρ’ ὁδοῦ τέλος Ἄργους ἀφωρμήθημεν Σοφ. Ο. Κ. 1401· δόμων Εὐρ. Ὀρ. 844· ἐκ τόπου Θουκ. 8. 10· - εἰς τόπον, δεῦρο Ἀριστοφ. Νεφ. 607. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. μετὰ τῆς αὐτῆς καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ σημασ., ἀφορμᾶν χθονὸς Εὐρ. Ρῆσ. 98· ἐκ δόμων ὁ αὐτ. Τρῳ 939, πρβλ. Θουκ. 4. 78, κτλ.· εἰς τόπον Πολύβ. 1. 39, 1· ἐπὶ ἀστραπῆς, ἐκρήγνυμαι, Σοφ. Ο. Κ. 1470· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., τί τήνδ’... ἀφορμᾷς πεῖραν, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὁρμᾶν ὁρμῆν, ὁ αὐτ. Αἴ. 290.
Greek Monotonic
ἀφορμάω: μέλ. -ήσω·
I. ξεκινώ από κάποιο μέρος — Παθ., βαδίζω μπροστά, ξεκινώ, απομακρύνομαι από ένα μέρος, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.
II. αμτβ. με την ίδια σημασία όπως το Παθ., σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για την αστραπή, εκρήγνυμαι, σε Σοφ.· με σύστ. αντ., ἀφορμᾶν πεῖραν, ξεκινώ μια επιχείρηση, επιχειρώ ένα τόλμημα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to make to start from a place:— Pass. to go forth, start, depart from a place, c. gen., Hom., Attic
II. intr. in same sense as Pass., Eur., Thuc.: of lightning, to break forth, Soph.; c. acc. cogn., ἀφορμᾶν πεῖραν to begin an enterprise. Soph.