ἁλώνιον

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλώνιον Medium diacritics: ἁλώνιον Low diacritics: αλώνιον Capitals: ΑΛΩΝΙΟΝ
Transliteration A: halṓnion Transliteration B: halōnion Transliteration C: alonion Beta Code: a(lw/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἅλων, Gp.12.2.2, Hdn.Gr.2.763, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, τό
pequeña era Hdn.Gr.2.763, OStras.682.1 (II d.C.), BGU 740.5 (biz.), Gp.12.2.2, Gloss.2.521.

German (Pape)

[Seite 113] τό, dim. = ἅλων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλων, Γεωπ. 12. 2, 2, καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

αλώνι, το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών
2. η εποχή του αλωνίσματος
νεοελλ.
1. χώρος του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές
2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση
3. χώρος μικρής έκτασης
4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)
5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω
«τον δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητα
αρχ.
ἁλώνιον υποκορ. του ἅλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].