ἄναρθρος

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρθρος Medium diacritics: ἄναρθρος Low diacritics: άναρθρος Capitals: ΑΝΑΡΘΡΟΣ
Transliteration A: ánarthros Transliteration B: anarthros Transliteration C: anarthros Beta Code: a)/narqros

English (LSJ)

ἄναρθρον,
A not differentiated or not articulated, Pl.Ti.75a, Arist.HA583b10, al.
2 without strength, nerveless, S.Tr.1103, E.Or.228.
3 without visible joints, like fat men, Hp.Aër.19.
II of sound, inarticulate, ψόφοι Thphr.Sens.41; ᾠδαί D.S.3.17; ἀλαλαγμός Plu.Mar.19, cf. Caes.63; φθογγή Id.2.613e, etc.; φθέγματα Epigr.Gr.1003 (Memnon). Adv. ἀνάρθρως = confusedly, Plu.2.611b.
III avoiding the use of the article, non-articular, ἁρμονία D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no articulado, sin articulaciones ὀστᾶ Pl.Ti.75a, de un feto ἄναρθρον συνέστηκε κρεῶδες Arist.HA 583b10, cf. Hp.Nat.Puer.18.7
sin articulaciones aparentes de personas obesas, Hp.Aër.19
poco o mal articulado ἄναρθρα τὰ νέα μᾶλλον καὶ ἄνευρα los animales jóvenes están menos articulados y son menos musculosos Arist.GA 787b12, τὰ ἄναρθρα βραχυβιώτατα, ὡς ἔνυγρα los animales poco articulados son de vida muy corta, como los acuáticos Arist.Pr.896b1.
2 del sonido, la palabra, etc. inarticulado φωνή Ph.2.160, Dosith.381, κτύποι Ph.1.549, Thphr.Sens.41, ᾠδαί D.S.3.17, ἀλαλαγμός Plu.Mar.19, στεναγμός Plu.Caes.63, φθογγή Plu.2.613e, φθέγγματα Col.Memn.94.7, μινυρίσματα Lyr.Adesp.118.3, τὸ ἄναρθρον τῆς λαλιᾶς Corn.ND 30.
3 descoyuntado de Heracles agonizante, S.Tr.1103, cf. ἄναρθρός εἰμι κἀσθενῶ μέλη de Orestes tras un ataque de locura, E.Or.228, cf. Fr.557.
II que no usa el artículo de la αὐστηρὰ ἁρμονία D.H.Comp.98.2.
III adv. ἀνάρθρως = sin detalles Plu.2.611c.

German (Pape)

[Seite 205] 1) gliederlos, ungegliedert, Plat. Tim. 75 a; kraftlos, matt, Soph. Trach. 1093; Eur. Or. 222; ohne sichtbaren Gliederbau, wie bei fetten Menschen, Hippocr.; Gegensatz ἀρθρῶδες, Arist. physiogn. 6. – 2) unartikulirt, ἀλαλαγμός Plut. Mar. 19 Caes. 63; ᾠδή D. Sic. 3, 17; φθέγματα Anthol. App. 391; Adv. ἀνάρθρως καὶ συγκεχυμένως, Plut. consol. ad ux. 9. – 3) bei Gramm. ohne Artikel.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont les articulations sont brisées ; sans vigueur, débile, faible;
2 inarticulé.
Étymologie: , ἄρθρον.

Russian (Dvoretsky)

ἄναρθρος:
1 не имеющий членов, нерасчлененный Plat., Arst.;
2 слабосильный, слабый Soph., Eur., Plut.;
3 нечленораздельный (ἀλαλαγμός Plut.; ᾠδαί Diod.; φθέγματα Anth.);
4 грам. не имеющий грамматического члена.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρθρος: -ον, ὁ ἄνευ ἄρθρων, Πλάτ. Τίμ. 75A, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 3, 6, καὶ ἀλλ. 2) ὁ ἄνευ ἰσχύος, ἄτονος, Σοφ. Τρ. 1103, Εὐρ. Ὀρ. 228. 3) ὁ ἄνευ ὁρατῶν ἄρθρων οὗ οἱ ἁρμοὶ εἶναι ἀφανεῖς, ἐπὶ παχυσάρκων ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, ὁ μὴ ἔναρθρος, ᾠδαὶ Διόδ. 3. 17· ἀλαλαγμὸς Πλουτ. Μάρ. 63· φωνὴ ὁ αὐτὸς 2. 613Ε· φθέγματα Συλλ. Ἐπιγρ. 4741: ― Ἐπίρρ. -ρως, συγκεχυμένως, ἀνάρθρως καὶ συγκεχυμένως Πλούτ. 2. 611Β· «τερετίσματα καλοῦνται τὰ προψάλματα τῶν κιθαρῳδῶν ἅπερ ἀνάρθρως ᾄδουσι δοκιμασίας ἕνεκεν τῆς ἀπηχήσεως» Ἰω. Φιλ. εἰς Ἀναλυτ. Ὕστ. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἔχων τὸ ἄρθρον, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄναρθρος, -ον)
(για τη φωνή ή ήχους) ο μη έναρθρος, αυτός που δεν μπορεί να απαρτίσει συγκροτημένες συλλαβές ή λέξεις (όπως οι φωνές των ζώων ή των ανθρώπων που κλαίνε, κραυγάζουν κ.λπ.
το ουδ. ως ουσ. Άναρθρα
θαλάσσια Ασπόνδυλα με δύο άνισα όστρακα (θυρίδες)
αρχ.-νεοελλ. 1.αυτός που δεν έχει ή δεν απέκτησε ακόμη άρθρα, μέλη στο σώμα
2. αυτός που δεν έχει αρθρώσεις
3. γραμμ. αυτός που εκφέρεται χωρίς άρθρο
4. επίρρ. άναρθρα και ανάρθρως
συγκεχυμένα
αρχ.
1. αδύναμος, άτονος
2. αυτός που δεν έχει εμφανή τα μέλη του σώματος, λόγω παχυσαρκίας
3. (για άσμα) αυτός που ψάλλεται χωρίς λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν- + άρθρο.
ΠΑΡ. αναρθρία].

Greek Monotonic

ἄναρθρος: -ον (ἄρθρον),
I. 1. αυτός που δεν έχει αρμούς, χωρίς μέλη, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. αδύναμος, άνευρος, σε Σοφ.
II. λέγεται για ήχο, μη έναρθρος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἄρθρον
I. without joints, not articulated, Plat., etc.
2. without strength, nerveless, Soph.
II. of sound, inarticulate, Plut.

English (Woodhouse)

weak, physically weak, weak physically

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀσυνάρτητος). Ἀπό τό α στερητ. + ἄρθρον.