ἄοκνος
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἄοκνον, without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄοκνος πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἄοκνος Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄοκνος βλάβη = pressing mischief, present mischief, S.Tr.841. Adv. ἀόκνως = without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. ἀοκνότατα X.Cyr.1.4.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1diligente, ἀνήρ Hes.Op.495, φύλαξ S.Ai.563, τόλμα Hyp.Epit.17, ἕψομαι γ' ἄοκνος Cleanth.Fr.Poet.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX Pr.6.11a
•c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.Ep.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3.
2 que no prevé ὧν ἅδ' ἁ τλάμων ἄοκνος S.Tr.841 (cj.).
II adv.
1 ἀόκνως = sin duda, de forma resuelta διορθοῦν ἀόκνως Hp.Art.38, cf. Pl.Lg.649b, 1Ep.Clem.33.8, IGBulg.12.13.31 (Dionisópolis I a.C.), PSI 621.6 (III a.C.), UPZ 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.AI 5.238, Orib.Syn.praef.2.
2 ἀοκνότατα = muy diligentemente ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.Cyr.1.4.2.
German (Pape)
[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Gegensatz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 diligent, actif;
2 pressant.
Étymologie: ἀ, ὄκνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄοκνος: деятельный, энергичный, быстрый, неутомимый (ἀνήρ Hes.; φύλαξ Soph.; προθυμία Thuc.; τινος Soph. и πρός τι или ἔν τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. ἀόκνως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄοκνος, -ον)
νεοελλ.
ακούραστος, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός
2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» — επικείμενη συμφορά.
Greek Monotonic
ἄοκνος: -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, αποφασιστικός, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, εργατικός, ακούραστος, φιλόπονος, σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ.
Middle Liddell
without hesitation, untiring, Hes., Soph., Thuc.