ἐναποσημαίνω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
indicate or point out in, ἱστορίᾳ Plu.Cim.2:—Med., impress or stamp on a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. Im.2.17, cf. Ph.1.291.
Spanish (DGE)
I notificar, dar parte de πονηρεύματα ... οὐ δεῖ ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.Cim.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα Stud.Pal.22.183.36 (II d.C.).
II en v. med.
1 indicar, marcar σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.Im.2.17.4.
2 precisar ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.
German (Pape)
[Seite 828] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
montrer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποσημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποσημαίνω: (в чем-л. или чем-л.) отмечать, показывать воочию (τῇ ἱστορίᾳ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσημαίνω: ἀποσημαίνω ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.
Greek Monolingual
ἐναποσημαίνω (Α)
1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω
2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω
3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.
Greek Monotonic
ἐναποσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω μέσα σε, σε Πλούτ.