Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιζάφελος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζάφελος Medium diacritics: ἐπιζάφελος Low diacritics: επιζάφελος Capitals: ΕΠΙΖΑΦΕΛΟΣ
Transliteration A: epizáphelos Transliteration B: epizaphelos Transliteration C: epizafelos Beta Code: e)piza/felos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, vehement, violent, χόλος Il.9.525. Adv. ἐπιζαφελῶς = (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) violently, vehemently, furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; ἐρεείνειν h.Merc.487: also neut. as adverb, ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672.

German (Pape)

[Seite 941] (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent.
Étymologie: ἐπί, ζα-, ὀφέλλω².

English (Autenrieth)

raging, furious; χόλος, Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, vehemently.

Greek Monolingual

ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζαχρηής)].

Greek Monotonic

ἐπιζάφελος: [ᾰ], -ον, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., ἐπιζαφελῶς (όπως αν προερχόταν από το ἐπιζαφελής), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό ζάφελος δεν απαντά καθόλου· συνδέεται με το πρόθεμα ζα-).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζάφελος: (ᾰ) сильнейший, неистовый (χόλος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: vehement, violent, of fury (χόλος Ι 525), adv. -ῶς (χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, ἐρεείνειν Ι 516, ζ 330, h. Merc. 487; on the accent-shift Schwyzer 618), -ον (κοτέουσα A. R. 4, 1672).
Derivatives: With archaising suppression of the prefix ζάφελος (Nic. Al. 556, EM), ζαφελές, -ῶς (H.), -ής (Suid.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Expressive word without etymology. ζα- is prob. the Aeolic form of δια-; further unclear. Not better Strömberg Prefix Studies 89. - Fur. 176 suggests connection with ζάψ surf, and takes it as Pre-Greek.

Middle Liddell

ἐπι-ζᾰ́φελος, ον
vehement, violent, Il.:—adv. ἐπιζαφελῶς (as if from ἐπιζαφελήσ), vehemently, furiously, Hom. [The simple ζάφελος never occurs: it is connected with the Prefix ζα-.]

Frisk Etymology German

ἐπιζάφελος: {epizáphelos}
Meaning: heftig, hitzig, vom Zorn (χόλος Ι 525), Adv. -ῶς (χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, ἐρεείνειν Ι 516, ζ 330, h. Merc. 487; zur Akzentverschiebung Schwyzer 618), -ον (κοτέουσα A. R. 4, 1672).
Derivative: Daneben in derselben Bedeutung mit archaisierendem Wegfall des Präfixes ζάφελος (Nik. Al. 556, EM), ζαφελές, -ῶς (H.), -ής (Suid.).
Etymology: Expressives Wort ohne Etymologie. In ζα- steckt gewiß die äolische Form von δια-; das übrige bleibt unklar (ἐθέλω? [Prellwitz], ὄφελος? [Chantraine Gramm. hom. 1, 169]). Nicht besser Strömberg Prefix Studies 89.
Page 1,536-537